Πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος τους στα οικογενειακά «τραπεζώματα». Μια γεύση ξεχωριστή που μπορείτε να την απολαύσετε στα «καλύτερά» της με γιαούρτι στραγγιστό, φρέσκο δυόσμο και ελάχιστο σκορδάκι.
Στις ράγες της Ευρώπης: Ταξιδεύουμε σαν άλλοτε
Εντείνονται οι προετοιμασίες για τον αγώνα ταχύτητας αυτοκινήτων της Κυριακής 8 Οκτωβρίου 2017 στο Τατόϊ. Ο οποίος έχει 70 συμμετοχές. Ο αγώνας αναβιώνει μετά από 35 χρόνια και φέτος το σωματείο “ΔΙΕΛΠΙΣ ΠΕΡΙ ΑΓΩΝΩΝ” και “DIELPISFORMULA1’, το αφιερώνει στον οδηγό Γιώργο Μοσχού (1944-2011) για τη συνολική του προσφορά στο άθλημα και γενικά στα μηχανοκίνητα σπορ.
Ο Μπιλ Χικς σε μια από τις πιο γνωστές του ομιλίες είχε πει πως η ζωή είναι απλά μια βόλτα. Σαν αυτά τα τρενάκια στα λούνα παρκ άλλοτε με ευθείες, άλλοτε με στροφές, άλλοτε με
και να μην ξεχνάμε αυτούς που απλόχερα μας άφησαν το σπόρο τους. Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε φυλάξου για το τέλος θα μου πεις Σ' αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος κουράγιο θα περάσει θα μου πεις Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε κι εγώ ο τυχερός που το 'χει δει Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται και φέγγει από μέσα η φυλακή Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό ατίθαση σκέψη εδώ στο νότο
Eπειδή και στις ανθρώπινες σχέσεις ο χρόνος είναι χρήμα, σου δίνουμε την ερώτηση την οποία μπορείς να απευθύνεις στον απέναντί σου τον οποίο μόλις γνώρισες. Με αυτό τον τρόπο δε θα επενδύσεις το χρόνο σου σε κάποιον που δεν ταιριάζεις. Κάνε λοιπόν το εξής πείραμα. Ρώτα τον ποια είναι η γνώμη του για κάποιον άλλον. […]
Πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος τους στα οικογενειακά «τραπεζώματα». Μια γεύση ξεχωριστή που μπορείτε να την απολαύσετε στα «καλύτερά» της με γιαούρτι στραγγιστό, φρέσκο δυόσμο και ελάχιστο σκορδάκι.
Οι οργανωμένοι οπαδοί του Ολυμπιακού εξέδωσαν ανακοίνωση για τα εισιτήρια διαρκείας της νέας αγωνιστικής περιόδου του Ολυμπιακού, η οποία αναφέρει τα εξής: «Η Θύρα 7 ανακοινώνει ότι ξεκίνησε η διάθεση των εισιτηρίων διαρκείας για την σεζόν 2014-15... Η τιμή του διαρκείας είναι όπως και πέρσι στην τιμή των 195 ευρώ + 50 ευρώ η ανανέωση μέλους στον ερασιτέχνη... Για μια ακόμη χρονιά χιλιάδες μέλη μας καλούνται να κλείσουν μόνιμη θέση στην κερκίδα στηρίζοντας την ομάδα αλλά και τον ερασιτέχνη... Τα εισιτήρια διαρκείας θα διατίθενται καθημερινά από τις 10 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα, από το γήπεδο Καραϊσκάκη... Δεν θα υπάρχει σειρά προτεραιότητας!!!! Παλιά και νέα μέλη μπορούν από την πρώτη μέρα να τα προμηθεύονται δηλώνοντας απλά σε ποιον σύνδεσμο ανήκουν... Η αγορά του μπορεί να γίνει με την χρήση πιστωτικής κάρτας, σε άτοκες δόσεις, και όσον αφορά το διαρκείας αλλά και σε ότι αφορά την ανανέωση του μέλους στον ερασιτέχνη... Η διάθεση τους θα συνεχίζεται μέχρι την εξάντληση τους... Πάμε σαν άλλοτε... Πάμε σαν πάντοτε...».
Καντάδες στη Γαργαρέτα (αρχές 20ου αι.) Γύρω γύρω ήτανε πολλοί Κεφαλλονίτες και Κερκυραίοι ας το πούμε κανταδόροι […] -Ναι ναι καντάδες. Καντάδες χωρίς όργανα όμως, κάναν τετραφωνίες, ήταν πανδαισία, πρίμο σεκόντο, φοβερά πράγματα. Μα γι αυτό ερχόντουσαν να τους ακούνε, σιγοντάρανε τον παππού, ο παππούς έκανε πρίμο εδώ, και γινότανε χορωδία ναι …. Ο παππούς μου, μου τα χε πει αυτά ότι μετά τη δουλειά πηγαίνανε στην Πλάκα, πίνανε κανά κρασάκι λέει – δεν ξέρω αν ήταν παντρεμένοι ή ανύπαντροι- και κατέβαιναν με τα πόδια και κάνανε καντάδες εδώ στην Γαργαρέτα, εκεί είχε κοπελιές και τραγουδάγανε τόσο ωραία που άνοιγαν τα παράθυρα, ας πούμε, για να ακούσουνε και ο πολιτσμάνος που ήτανε στη γωνία γιατί ήταν και περασμένη η ώρα, τους άφηνε και τους έλεγε: «παιδιά εε για να μη βρω κι εγώ κανά μπελά η ώρα είναι περασμένη» αλλά δεν τους έκοψε ποτέ το τραγούδι, τους άφηνε και τελειώνανε και μετά το κόβανε. Αλλά συμμορφωνόντουσαν με τον νόμο. (συνέντευξη του Ε.Σ. στην ΟΠΙΑ, 20.6.13) Η μεσαία τάξη είχε και «ζουρ φιξ» (δεκαετία ’30) Τότε η διασκέδαση ήταν να πηγαίνουνε επισκέψεις. Ας πούμε η μαμά μου κάθε Πέμπτη απόγευμα είχε τη λεγόμενη jour fixe. Που την είχανε όλα τα νοικοκυριά. Όχι τα χαμηλά εισοδήματα. … Η μεσαία τάξη είχε και ζουρ φιξ γιατί δεν υπήρχανε τηλέφωνα να ειδοποιήσουνε, νάρθω, να μην έρθω. Ξέρανε λοιπόν, την Πέμπτη μπορούν να πάνε εκεί, την Παρασκευή στην κυρά Θάλεια. Την Τρίτη μπορούν να πάνε στην κυρία Πάτρα. Ε… και ήταν ανοιχτό το σπίτι, ο οικοδεσπότης ήταν εκεί και περίμενε ποιος θα πάει. Και πάντα πήγαινε κάποιος. Εγώ με τη μαμά μου πήγαινα χέρι-χέρι πάντα στις φίλες της, που τις ξέρω και τις θυμάμαι όλες. (συνέντευξη της Μ.Α. στην ΟΠΙΑ, 19.3.14) Αναγνώσματα για τους σταρς (προπολεμικά) Βέβαια διαβάζαμε από τα περιοδικά για τις σταρ. Τότε παίρναμε στο σπίτι το «Θησαυρό» και το «Μπουκέτο». Εγώ μόλις έπαιρνα οποιοδήποτε σκατόχαρτο -όπως λέγανε- στα χέρια μου, το διάβαζα και επειδή δε με αφήνανε επήγαινα στην τουαλέτα και ερχόντουσαν και με βγάζανε. Σταμάτησαν τότε να τα παίρνουν επειδή τα διάβαζα και δεν ήθελαν, αλλά εγώ συνέχιζα να διαβάζω ότι εύρισκα. Από κει διαβάζαμε για τις σταρ τις τότε. Από κει τις ξέραμε. Τη Μπέττυ Νταίηβις, την Ολίβια ντε Χάβιλλαντ, τον Κλαρκ Κέημπλ. (συνέντευξη της Μ.Κ. στην ΟΠΙΑ, 9.9.88) Υπαίθριος κινηματογράφος στους δρόμους της Κυψέλης (δεκαετία ’50) Ωραία περάσαμε, ε, μ’ άρεσε πολύ τότε ήταν ο Σπαθάρης στις δόξες του κι ερχότανε 1-2 φορές τη.. βδομάδα κι είχαμε εναλλάξ κινηματογράφο […] ο… Δήμος της Αθήνας τα καλοκαίρια είχε 3-4 πολύ μεγάλα φορτηγά πούχανε μέσα κινηματογραφική μηχανή. Κανονική. Και το είχανε τότε με το… πώς το λένε, με τις ακίδες που βγάζει το κάρβουνο, που βγάζει τη φλόγα. Περνάει μπροστά η ταινία, τεράστια μηχανή. Και ερχότανε στις γειτονιές της Αθήνας, έστηνε ένα πανί τεραστίων διαστάσεων, δηλ. σαν ένα … διώροφο, μονώροφο σπίτι, έστηνε το πανί, ε, στα 30-40 μέτρα ήταν τ’ αυτοκίνητο και ενδιάμεσα πανί και του αυτοκινήτου ήμασταν οι θεατές. Αυτό ήταν πολύ σπουδαία διασκέδαση για μας. Δηλ. ξεκινάγαμε παιδιά τώρα, από την Άνω Κυψέλη, να πάμε στην Κερκύρας που γινόταν η προβολή ή κοιτάγαμε, ψάχναμε τις εφημερίδες που θάχε κάποιος γείτονας εκεί ή κι εμείς στο σπίτι, πού είχε την επόμενη προβολή. (συνέντευξη του Β.Θ. στην ΟΠΙΑ, 10.6.13) VIA
Τους έδινε διάφορα σχήματα, τα έκανε σοκολατένια προσθέτοντας κάποιες φορές σταγόνες σοκολάτας ή κακάο ή ακόμα και κομμάτια φουντούκια ή αμύγδαλα ψιλοκομμένα. Άλλοτε τα έκανε σαν σάντουιτς…
Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη φωτογραφία του χρήστη Ἑλληνοϊστορεῖν. Ἑλληνοϊστορεῖν Σαν σήμερα το 1928, αρχίζουν τα έργα κατασκευής του υπογείου σταθμού της Ομονοίας και της σήραγγας προς την Πλατεία Αττικής. Παρά την οικονομική κρίση που βρισκόταν προ των θυρών, ήταν η εποχή που προετοιμαζόταν η περίοδος της πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής ακμής γενικότερα των Αθηνών, ιδιαιτέρως δε της κεντρικής αυτής πλατείας. Ο κεντρικός υπόγειος σταθμός έπρεπε να δημιουργηθεί στα πρότυπα των υπογείων σιδηροδρόμων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Έτσι άρχισε το σκάψιμο της Ομονοίας, για να εξασφαλιστεί το βάθος των οκτώ μέτρων που απαιτούνταν για τις υποδομές του πρώτου εκείνου υπογείου σταθμού. [Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο http://ellinoistorin.gr/]
ΜΑΔΕΜΤΖΟΓΛΟΥ ΑΝΝΑ Στα τέλη του Ι6ου αιώνα εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι στην περιοχή του Ν. Σερρών. Πρώτα εγκαθίστανται σε Τζουμαγιά, Άνω Πορρόια, και Ράμνα, όπου ενσωματώνονται με την ντόπια αστική τάξη. Ασχολούνται με το εμπόριο (ιδίως καπνού, βάμβακος και σιτηρών), αφού το έδαφος είναι κατάλληλο. Βλάχοι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους εγκαθίστανται στο Λαϊλιά, Μπόζνταγ, Πιρίν και Παγγαίο (Αραχωβίτσα, Χιονοχώρι, Καπνόφυτο, Μικρόπολη). Ιδρύουν θερινούς οικισμούς στα Καλύβια του Κάτω Λαϊλιά και στο Παπα-Τσαϊρ. Σήμερα ζουν στις Σέρρες, Τζουμαγιά, Σιδηρόκαστρο, Λευκώνα, Χριστός, Μελενικίτσι, Οινούσα, Άγιο Πνεύμα, Αλιστράτη, Προσοτσάνη, Ροδολίβος και Πρώτη. Οι φορεσιές βέβαια εξελίχτηκαν και προσαρμόστηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες διαβίωσης. Η ενδυμασία, εκτός από την πρωταρχική της σημασία, της περιένδυσης δηλαδή του σώματος, σε όλους τους πολιτισμούς αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό σύστημα συμβολικής επικοινωνίας, καθώς ενσωματώνει βασικές κοινωνικές αξίες. Αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για να σχηματίσουμε εικόνα για αυτόν που τη φοράει(για τις κλιματολογικές συνθήκες, συνθήκες διαβίωσης, την κοινωνική κατάσταση, κλπ) Οι ενδυμασίες των βλάχων του Νομού Σερρών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η βλάχικη γυναικεία φορεσιά λέγεται ότι ήταν η φορεσιά της Γράμμουστας Καστοριάς, οι κάτοικοι της οποίας διασκορπίστηκαν στην Αν. Μακεδονία και Βουλγαρία, φέροντας μαζί τους μία χειροποίητη μάλλινη πανέμορφη φορεσιά η οποία λόγω της ομορφιάς της, υιοθετήθηκε από γυναίκες και των άλλων βλαχόφωνων της ευρύτερης περιοχής. Η γυναικεία φορεσιά της Γραμμουστιάνας των Σερρών Η βλάχα φορούσε ένα λευκό υφαντό πουκάμισο, φοριόταν κατάσαρκα, σαν πρώτο ρούχο. Αποτελούνταν από επτά κομμάτια υφάσματος. Τα μανίκια ήταν ραμμένα κάθετα στο κεντρικό κομμάτι του υφάσματος. Η λαιμουδιά ήταν απλή και κούμπωνε με κουμπιά ή είχε μεγάλο άνοιγμα. Το πουκάμισο έφτανε μέχρι κάτω από τα γόνατα. Το κεντούσαν στην λαιμουδιά, στον ποδόγυρο και στο τελείωμα των μανικιών. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το σαγιά (μάλλινος, βαμβακερός ή μεταξωτός) με κεντημένα μανίκια που γύριζαν σαν καπάκια . Σιρίτια πλεγμένα στο χέρι είχε η «φούστα» στο κάτω μέρος κι ανάμεσα στις πτυχές, γύρω από το λαιμό και το στηθούρι. Ήταν ρούχο χειροποίητο. Ήταν λίγο πιο κοντό από το πουκάμισο και στα τελειώματα του πίσω μέρους της η φούστα (ή το φουστάνι) είχε σούρες. Μεταγενέστερα, φοριόταν και το βελούδινο φόρεμα. Ήταν σε μπορντό χρώμα, σκούρο πράσινο ή μπλε, με σούρες πολλές πίσω. Οι ποδιές που φορούσαν πάνω από το φόρεμα, ήταν υφαντές στον αργαλειό, με διάφορα χρώματα και σχέδια. Φούντες χρωματιστές τριγύρω στόλιζαν τις ποδιές, που έφταναν μέχρι κάτω από το γόνατο. Αλλά ήταν και βελούδινες, με χρυσά σιρίτια γύρω γύρω, φτιαγμένα από τις κόρες ή αγορασμένα. Πάνω από το πουκάμισο και μέχρι το στήθος φορούσαν μια σαλιάρα ή πετσέτα όπως λέγονταν, για να καλύπτουν το άνοιγμα της πουκαμίσας. Αυτό το κομμάτι της φορεσιάς, μπορούσε ευκολότερα να εναλλάσσεται, για λόγους καθαρά πρακτικούς. Επιπλέον στα πόδια τους φορούσαν κάλτσες (πουρπότς). Οι κάλτσες αυτές ήταν σκούρες, πλεκτές με πέντε βελόνες. Φτάνουν ως το γόνατο και διακοσμούνται με οριζόντιες στενές ρίγες, που μεταξύ τους μεσολαβεί χρυσό νήμα. Στα πόδια τους οι γυναίκες φορούσαν δερμάτινα παπούτσια. Τα πασούμια αυτού του είδους τα φορούσαν κυρίως σε γάμους. Πάνω από το φόρεμα φορούσαν άλλοτε μάλλινο κι άλλοτε βελούδινο μεϊντάνι, με χρυσοκέντητα ή κόκκινα σιρίτια. Τα γαϊτάνια που στολίζουν τα ρούχα ήταν πλεκτά. Ένα εντυπωσιακό κομμάτι της φορεσιάς τους ήταν και η σκουρτάκα. Το γιλέκο των γυναικών, ήταν γεμισμένο όλο με χρυσά, κόκκινα και μπλε γαϊτάνια, και πολλές φορές είχε τελείωμα με γουνάκι τριγύρω. Η σάρικα, βαρύ και πολύ ζεστό πανωφόρι, υφασμένο όπως οι βελέντζες, σκούρο με κόκκινα τελειώματα, ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό. Φοριόταν πάνω απ’ όλα τα ρούχα. Πάνω από το βελούδινο ή το μάλλινο φόρεμα φοριόταν το τσιπούνι. Έχει κόκκινο χρώμα για τις νέες και σκούρο για τις ηλικιωμένες. Με μανίκια ή χωρίς μανίκια και ανοιχτό μπροστά μέχρι κάτω, ενώ συγκρατείται από δύο κουμπιά χειροποίητα στη μέση. Στις νέες το τσιπούνι είχε πιέτες, κάτι που δεν είχαν οι ηλικιωμένες. Υπήρχε και ο σαγιάς της νύφης, μεταξωτός και καπιτονέ, συνήθως με μπορντό και χρυσές ρίγες, ραμμένος όπως και το τσιπούνι. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της στολής της βλάχας των Σερρών είναι η κατσούλα, το καπέλο δηλαδή, το κάλυμμα της κεφαλής, με πλεκτά μαύρα, μπλε, μπορντό και χρυσά γαϊτάνια γύρω γύρω, που το στόλιζαν με λιάσες και φούντες από μαλλί ή χάντρες. Μια σειρά φλουριά ράβονταν κάθετα στη μέση της κατσούλας. Μια ντούμπλα, ραβόταν ακριβώς στη μέση της βάσης του καπέλου, κι εφάρμοζε στην αρχή της χωρίστρας. Στηριζόταν με το μαγούρι, πάντα πλεγμένο με χάντρες. Στην επάνω μεριά του καπέλου υπήρχε ένα ασημένο τάσι, όπου στηρίζονταν ή ράβονταν η βλάσκα. Πολλές φορές έριχναν τη βλάσκα στους ώμους και φορούσαν σκέτο το καπέλο. Στη φωτογραφία αυτή, που είναι παρμένη από τη συλλογή του κυρίου Αστερίου Κουκούδη, διακρίνουμε το ασημένιο τάσι στο πάνω μέρος του καπέλου. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που έφτιαχναν στην κορυφή μία μύτη με τις πλεξίδες τους, και το ότι μπορεί να φορούσαν και δυο και τρία μαγούρια. Οι βλάσκες ήταν μακριές μαντήλες διπλωμένες σε τρίγωνο, με ζωηρά χρώματα και σχέδια στο τελείωμά τους, με πλεκτά κρόσσια και πολλών λογιών σιρίτια. Στερεώνονταν ή ράβονταν επάνω στο καπέλο και πιανόταν πάνω στο μαγούρι με μεγάλες καρφίτσες με χρωματιστό «κεφάλι». Ο στολισμός του καπέλου της νύφης ήταν με φαντασία, με μεράκι, για πρωτοτυπία και εντυπωσιασμό. Οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν ένα λευκό καπέλο, κι εκεί γύρω τύλιγαν μια μαντήλα-βλάσκα, λιγότερο φανταχτερή, δεμένη με απλούστερο τρόπο. Γενικά οι μεγαλύτερες γυναίκες ντυνόταν περισσότερο απλά στην καθημερινή τους ζωή. Με τον καιρό τα καπέλα αντικαταστάθηκαν με τις τσόμπρες, μικρότερες μαντήλες μονόχρωμες, που φοριόταν αρκετά πίσω, για να φαίνονται τα καλοχτενισμένα μαλλιά με τη χωρίστρα στη μέση. Τα μικρά παιδιά ντυνόταν αναλόγως. Φορούσαν στο κεφάλι την κατσούλα με τη βλάσκα είτε τσόμπρα. Στη μέση και πάνω από την ποδιά φορούσαν δερμάτινη ή χάντρινη ζώνη με πόρπη. Κάθε κόρη, έπλεκε με μαεστρία τη δική της χάντρινη ζώνη, που κατέληγε σε στρόγγυλο τοκά. Τα σχέδια είναι είτε γεωμετρικά, είτε με λουλούδια, εξαιρετικής τεχνικής, πάντα με πολύ φαντασία και μεράκι. Στενότερες ήταν οι χάντρινες ζώνες των μικρότερων κοριτσιών. Στο στήθος φορούσαν ντούμπλες, ραμμένες σε κορδέλες ή λωρίδες υφάσματος και αργότερα κρεμασμένες σε αλυσίδες. Τα γιορντάνια, στόλιζαν το στήθος της κάθε νέας, μαρτυρώντας τη αξιοσύνη της, αλλά και την κοινωνική και οικονομική της κατάσταση. Μια σειρά από πλεγμένο κορδόνι και μια ή δυο σειρές λιάσες από χάντρες, που περνιόταν σε κλωστή και πλέκονταν στο χάντρινο κορδόνι, ήταν τα συμπληρωματικά τους στολίδια. Οι χάντρινες λιάσες, σε ζωηρά χρώματα, στόλιζαν το στηθούρι και την κατσούλα. Διάφορα άλλα πλεγμένα με χάντρα στολίδια, κοσμούσαν το καπέλο. Τα «πουλάκια» είναι ένα ξεχωριστό στολίδι, που φοριόταν γύρω από το λαιμό, σχετικά σφιχτά, ήταν δύο κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, που έδεναν πίσω στον αυχένα με κορδόνια. Τα πουλάκια ήταν πλεγμένα επίσης με χάντρες, όπως και τα βραχιολάκια. Βραχιόλια σαν κορδόνια από χάντρες σε διάφορα χρώματα και σχέδια, συνήθως γεωμετρικά, ήταν μια από τις ασχολίες των μικρών κοριτσιών. Ανδρική φορεσιά Η ανδρική φορεσιά περιελάμβανε το τσιπούνι, που ήταν μακρύ και μάλλινο αμάνικο, στολισμένο με πλεγμένα σιρίτια μπροστά στο στήθος και πολλές πιέτες στο πίσω μέρος. Κάτω από το τσιπούνι, κατάσαρκα φορούσαν την καμεάσα, το μακρύ πουκάμισο, με φαρδιά μανίκια, που είχαν πάντα πλεγμένα σιρίτια με χάντρες στην άκρη τους. Από πάνω φορούσαν το γιλέκο. Μάλλινο αμάνικο, σκούρου μπορντό χρώματος, που έκλεινε σταυρωτά και είχε χρυσά και μαύρα σιρίτια μπροστά, από το στέρνο ως το στήθος. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες ως το γόνατο, πλεγμένες με πέντε ψιλές βελόνες, άσπρου χρώματος, με πολλά χρυσά, μαύρα, κόκκινα και μπλε σιρίτια. Στα χέρια φορούσαν τις ρακαβίτσες και στη μέση ζωνάρι, που ήταν μια φαρδιά λωρίδα μάλλινου μπορντό υφάσματος. Πάνω από ζωνάρι περνούσαν τη δερμάτινη ζώνη, για μεγαλύτερη σταθερότητα. Στα πόδια τους φορούσαν τσαρούχια ή και παπούτσια. Στο κεφάλι ένα απλό μαύρο καπέλο (καλπάκι). Επίσης ξεχωριστό για τον κάθε νέο ήταν το «μάρτσο», που φοριόταν στο χέρι και ήταν πλεγμένες χάντρες σε κορδόνι, με φούντες χάντρινες, σε διάφορα σχέδια και χρώματα. Πολλά ήταν τα στολίδια του άντρα, από θήκες για το ρολόι, μέχρι και τα, επίσης χάντρινα, «φιδάκια». Στο γάμο, ο γαμπρός ξεχώριζε από τη χρυσή ρίγα στο καλπάκι και τη φούντα από βαμβάκι. Τα μπρατίμια, αδελφικοί φίλοι του γαμπρού, φορούσαν στο λαιμό το σιάλ, ένα είδος κασκόλ, με άσπρες και γαλάζιες ρίγες. Οι φορεσιές των Βλάχων των Σερρών, φτιάχνονται με υλικά από την δική τους παραγωγή μαλλιού, ενώ η επεξεργασία, νηματοποίηση, ύφανση, κοπή και ραφή γίνεται είτε από τις Βλάχες, είτε από ειδικούς βλαχοράφτες. Η βλάχικη ενδυμασία στην περιοχή της Ηράκλειας δεν διαφοροποιείται κατά πολύ από την φορεσιά του Λιβαδίου Ολύμπου, τόπο καταγωγής των περισσοτέρων. Στην περιοχή της Ράμνας και του Πετριτσίου ντύνονται όπως οι Μετσοβίτες βλάχοι. Η γυναικεία φορεσιά Στα τέλη του 19ου αιώνα αποδέχτηκαν τα «Γιαννιώτικου τύπου» φορέματα, που είχε αποδεχτεί και η Αμαλία. Η γυναικεία φορεσιά αποτελείται από ένα μακρύ φόρεμα, που φοριόταν μέχρι τον αστράγαλο. Καθιέρωσαν μαυρο-μπλέ ή μαυρο-μώβ στόφες, διακοσμημένες με σχέδια της εποχής. Το ύφασμα ήταν συνήθως από μεταξωτό ταφτά, με βελούδινα τελειώματα. Πάνω από το φόρεμα φορούσαν λιμπαντέ. Είναι κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά και στο άνοιγμα του λαιμού σχηματίζεται όρθιο γιακαδάκι πλούσια χρυσοκεντημένο. Ολόγυρα το ζακέτο είναι γαρνιρισμένο με κοτσίδα από πλεγμένο κορδονέτο. Τα μανίκια γαρνιρισμένα στο γύρο τους με χρυσοκέντητη μπορντούρα με πολύπλοκη σύνθεση. Στην πλάτη παρόμοιο διάκοσμο. Η τεχνική είναι όπως κεντούσαν τα άμφια. Ιδιαίτερη σημασία δίνουν στην ποδιά. Η μεγάλη της επιφάνεια προσφέρεται για διακόσμηση. Το φεσάκι τύπου Αμαλίας είναι σκούρου μπορντό χρώματος, βελούδινο και χρυσοκέντητο. Μία μεγάλη φούντα κρέμεται στα αριστερά. Στο Ν. Πετρίτσι και Πορρόια φοράνε τσόμπρα. Οι βλάχες της περιοχής γρήγορα καταλήγουν σε ένα φόρεμα ευρωπαϊκού ύφους και στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταλείπουν τελείως την παραδοσιακή τους φορεσιά. Οι άντρες, ακόμα γρηγορότερα, γιατί είναι αστοί με έντονη εμπορική δραστηριότητα, που ξεπερνά τα σύνορα των Βαλκανίων. Φορούσαν σαλβάρια, πουτούρια, που όμως αντικαταστάθηκαν με τα ευρωπαϊκού τύπου κοστούμια. Καμιά από αυτές τις φορεσιές δε φοριέται σήμερα στα χωριά. Στις παραστάσεις όμως των λαογραφικών συγκροτημάτων, οι φορεσιές που φορούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, ζωντανεύουν πάνω στα σώματα των χορευτών μας και γοητεύουν με τον πλούτο, την καλαισθησία και τα ιστορικά στοιχεία που περιέχουν. Σας ευχαριστώ!!!
Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός Κι αποδιωγμένος. Σαν ένας εργάτης, Σαν ένας άνεργος Η ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία. Μπορεί να είναι
Σεφουκλωτή πίτα νάξου | Παραδοσιακή συνταγή για γλυκιά πίτα με σέσκουλα και χειροποίητο φύλλο από την Ποταμιά της Νάξου. Δοκιμάστε την γιατί είναι μοναδική!
Αυτό που ζούμε,ίσως είναι μια κρυμμένη ευλογία.Ποτέ άλλοτε δεν είχε η ανθρωπότητα την ευκαιρία,να σταματήσει ολόκληρη ταυτόχρονα τον ακράτητο καλπασμό της.Να κάνει ένα απρόσμενο διάλειμμα-έστω και αναγκαστικό-από το ποδοβολητό της πάνω σε τούτο τον πλανήτη.Να κάνει ένα βήμα πίσω,να πάρει μια βαθειά ανάσα και να έρθει αντιμέτωπη με τον εαυτό της.Να κοιτάξουμε κατάματα τα λάθη μας,σαν είδος αλλά και ο καθένας μας ατομικά.Γιατί ότι βιώνουμε είναι τα λάθη μας που γύρισαν για να μας στοιχειώσουν...Και αυτή είναι η ώρα του απολογισμού.Είναι η ώρα που ο καθένας κλεισμένος στο "κελί" που έφτιαξε,θα έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό...
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΚΑΛΥΜΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΣ-Η ΤΑΠΛΑ Μελέτη Δ. Οικονομίδη-Αρχείο Πόντου τΒ, 1929 Ο όρος τάπλα αναφέρεται σε κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών. Ο Οικονομίδης στην σχετική εργασία του περί της Ποντιακής αμφίεσης, που δημοσιεύτηκε το 1929 στο Αρχείο του Πόντου, το περιγράφει χαμηλό, σε σχήμα δίσκου, κατασκευαζόμενο από φέσι, χωρίς όμως να είναι στην τελική του μορφή φέσι. Αρχικά λοιπόν, το φέσι αυτό είχε μέσα του ραμμένο ένα λεπτό στρόγγυλο έλασμα και χαμήλωνε μέσω στενού γυρίσματος και ραφής του άνω τμήματος του λίγο προς τα έξω κι έτσι σχημάτιζε δίσκο στο επάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ ο δακτύλιος περιμετρικά του στένευε και φαινόταν ως ταινία πάχους περίπου 3,5 δαχτύλων. Αυτόν τον γύρο (βάση της τάπλας) τον έντυναν με πολίτ’κον τσίτ, δηλαδή με πολύ λεπτό βαμβακερό ύφασμα. Αυτό ήταν συνήθως χρώματος σκούρου κόκκινου και επάνω του είχε σχέδια, τα λεγόμενα πλουμία. Το τσίτι ενώ αρχικά ήταν τετράγωνο, διπλωνόταν κι έτσι διπλωμένο δενόταν γύρω από την βάση της τάπλας. Το τύλιγμα δεν γινόταν με τρόπο τυχαίο. Στόχο του είχε την ανάδειξη των σχεδίων που υπήρχαν στο τσίτι. Στο κάτω μέρος της τάπλας και στη πλευρά που θα φαινόταν στο μέτωπο, ραβόταν σειρά από τούρκικα δωδεκάγροσα ή εικοσπεντάγροσα φλουριά (ρουμπίεδες και γαζία). Τα φλουριά αυτά στο πάνω μέρος του ήτανε τρυπημένα και ράβονταν έτσι ώστε το μισό του ενός να καλύπτει το μισό του άλλου. Αρχή και τέλος της σειράς αυτής ραβόταν μεγαλύτερα φλουριά των εβδομηνταπέντε γροσίων (μαχμουντιέδες). Συνολικά ραβόταν 33 ή 35 φλουριά στην μετωπική αυτή σειρά. Στην συνέχεια πάνω σε ραμμένα μικρά φλουριά ραβόταν μικρές στενές μεταξωτές και σε χρώμα μαύρο κορδέλες, τα γαιτάνια. Αυτά ήταν τοποθετημένα στο δεξί κι αριστερό μέρος της βάσης της τάπλας και βοηθούσαν στο δέσιμο και στο στερέωμα της στο κεφάλι. Δενόταν στον αυχένα. Η τάπλα σε όλη την επάνω επιφάνεια της, στο μέρος της δισκοειδούς επιφάνειας της δηλαδή, καλυπτόταν με πυκνές σειρές μαύρων νημάτων ή σκούρων μπλε, μεταξωτών. Είτε ακτινοειδώς, είτε κυκλικά τα μεταξωτά νήματα κεντιόνταν και κάλυπταν όλη την επιφάνεια. Γενικά, αυτήν την τάπλα την φορούσαν οι ενήλικες κοπέλες και κυρίες. Στη Λιβερά οι κοπέλες δεν φορούσαν τάπλα και πριν τα 16 τους χρόνια δεν τη φορούσαν και οι κοπελίτσες των περιοχών Χαλδίας, Τραπεζούντας, Σάντας και των χωριών αυτής. Μετά το 16ο έτος της ηλικίας τους την φορούσαν κι αυτές, καλυπτόμενη όμως με τσίτ’ ή λετζέκ’. Έπαιρναν το κατάλληλο για την ηλικία τους μαντήλι κεφαλής, το οποίο από τετράγωνο το δίπλωναν σε τρίγωνο, το τοποθετούσαν πάνω από την τάπλα και κάλυπταν όλο το κεφάλι. Τα δυο άκρα του σταυρώνονταν κάτω από το λαιμό και δένονταν είτε επί της κορυφής του κεφαλιού ή πίσω στον αυχένα και κάτω από τις πλεξούδες. Ο Οικονομίδης στην προαναφερθείσα καταγραφή του σημειώνει πως ο τρόπος με τον οποίον φοριόταν καλύμματα κεφαλής όπως η τάπλα και το τεπελίκ ήταν χαμηλωμένα στο μέτωπο, λίγο λοξά και δια 2 μεταξωτών κορδονιών δενόταν είτε πίσω του κεφαλιού κάτω της πλεξούδας ή πλεξούδων, είτε κάτω από τον λαιμό αφού πρώτα περνούσαν πίσω από τα αυτιά. Παρεμφερή της τάπλας καλύμματα κεφαλής που θα εξεταστούν ξεχωριστά για την πλήρη κατανόηση τους το τεπελίκ’, το κουρσίν, το τερλίκ’, το φιντσάν, και το κουκούλλ’. Παρουσίαση μελέτης: Λένα Σαββίδου Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Υποσημείωση υπογράφουσας: καμία μελέτη από μόνη της δεν μπορεί να μας δώσει την ακριβή εικόνα για την Ποντιακή ενδυμασία και τα κομμάτια που την αποτελούσαν. Αυτή συνάγεται μόνον από την ενδελεχή μελέτη του σύνολου των καταγραφών, κειμηλίων και φωτογραφικών αρχείων που έχουμε στη διάθεση μας.
Πληροφοριοδότης - Ειδήσεις από Βέροια, Νάουσα, Αλεξάνδρεια και όλη την Ημαθία - Οδηγός Αγοράς Ημαθίας
© Greg Olsen official website
Το πλήρωμα του χρόνου έρχεται, άλλοτε σύντομα κι άλλοτε μετά από χρόνια…. Αλλά έρχεται…. αργά ή γρήγορα όμως έρχεται… Για όλους και για όλα… Άλλες φορές σε μικρές δόσεις, σαν τσίμπημα κουνουπιού ίσα, ίσα έτσι να σε ταρακουνήσει λίγο απ’ την βολική καθ’ όλα θεσούλα σου…. Άλλες φορές έχει τη μορφή χαστουκιού που δεν ξέρεις […]
Υπάρχουν κάποιες μέρες που είναι σαν να έχει γυρίσει η γη ανάποδα και να μην πηγαίνει τίποτα καλά. Πώς θα τα βγάλεις πέρα λοιπόν όταν όλα πάνε στραβά;
«Όταν κάθε ελπίδα φαίνεται σχεδόν χαμένη για τα ανθρώπινα όρια υπάρχει πάντα το Σχέδιο του Θεού που θα μας οδηγήσει στο ξέφωτο που αναζητούμε..»…
Στις ράγες της Ευρώπης: Ταξιδεύουμε σαν άλλοτε
Κατά τη διάρκεια της ζωής μας έχουμε μάθει να φοβόμαστε το θάνατο. Αυτό που αγνοούμε όμως στην πραγματικότητα είναι πως θάνατος δεν υπάρχει. Η ψυχή μας υπήρχε πριν να έρθουμε σε αυτή τη ζωή και θα υπάρχει και αφού φύγουμε από αυτή. Στην ουσία ο θάνατος είναι η μετάβαση από μια κατάσταση ζωής σε μια άλλη. Εμείς επιλέγουμε τη ζωή που θα ζήσουμε καθώς και πότε θα τερματιστεί αυτή η εμπειρία ζωής.
Για κάποιον που ασχολείται με το design ή τις τέχνες γενικά, η συλλογή αυτών των εικαστικών αρχείων που μαζεύεται καθημερινά στο νετ είναι ...
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 08/04-2014 -ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΑΡΚΕΣ ΤΣΙΓΑΡΩΝ ΠΟΥ ΤΙΣ ” ΠΡΟΛΑΒΑ” ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΣΕΣ ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΥΠΗΡΧΑΝ ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙ…