Πόσο Βυζάντιο διατηρούμε μέσα μας; Γιατί συνεχώς αναφερόμαστε στους Αρχαίους Έλληνες και όχι στους Βυζαντινούς προγόνους μας; Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Περί της εαυτού ψυχής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκης, ο γνωστός συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός μιλάει στο Andro για την απόφαση του να μας μεταφέρει στα βυζαντινά χρόνια υφαίνοντας μια ιστορία για τη δύναμη της γραφής και της μνήμης.
Αδιάσπαστος κρίκος το Βυζάντιο ανάμεσα στον αρχαίο (στον ελληνιστικό κυρίως ελληνισμό) και στο σύγχρονο, η ιστορία του εξηγεί την ειδοποιό ψυχοσύνθεση των Νεοελλήνων και καθορίζει τη σχέση τους με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, υπαγορεύοντας, υπόγεια έστω και λάθρα, τη διαχείριση, από την πολιτεία, αλλά και από τους απλούς πολίτες, του «ένδοξου» παρελθόντος. Ξένο βέβαια
Πώς τιμωρούσαν τους παιδεραστές, τους κίναιδους και τους κτηνοβάτες. Οι μοιχαλίδες κλείνονταν σε μοναστήρια και ο απατημένος έπαιρνε όλη την περιουσία τους... Ο τρόπος ζωής των Βυζαντινών και οι περί ηθικής αντιλήψεις τους είχαν στο επίκεντρο την εγκράτεια. Γι’ αυτό καυτηριαζόταν με πολύ σκληρό τρόπο το πάθος της παιδεραστίας και της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θεωρούνταν δαιμόνιο, και μάλιστα το αισχρότερο όλων. Κατά τους Βυζαντινούς τα είδη της «αρσενοκοιτίας» ήταν τρία: το πρώτο και ελαφρότερο ήταν «το παρ’ άλλων παθείν», το δεύτερο και βαρύτερο «το ποιήσαι εις έτερον» και το τρίτο και βαρύτατο «το παθείν παρ’ ετέρου και ποιήσαι εις έτερον». Υπήρχε μάλιστα και σχετική παλαιά παροιμία, η εξής: «Καλύτερα να κρύψει κανείς πέντε ελέφαντες υπό μάλης παρά έναν κίναιδο». Στην ίδια λογική κινούνταν και η αντίληψη ότι αν συναντούσε κανείς πρωί κίναιδο στον δρόμο, ήταν κακός οιωνός. Τέλος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλάει για αρσενικοθήλυκους άντρες, που δεν ήταν ούτε άντρες ούτε γυναίκες, αλλά άντρες για τις γυναίκες και γυναίκες για τους άντρεςΕυνούχοι, κερατάδες και Πηνελόπες Στο Βυζάντιο υπήρχαν πολλοί αδίστακτοι έμποροι ανθρώπων, οι οποίο γυρνούσαν στα χωριά και είτε αγόραζαν μικρά κορίτσια από τους γονείς τους είτε παραπλανούσαν όμορφες νέες με παχυλές υποσχέσεις. Ο Λέων ΣΤ’ με νόμο επέτρεψε στους ευνούχους να υιοθετούν παιδιά, αφού δεν μπορούσαν να έχουν δικά τους, ενώ με άλλη διάταξή καταπολέμησε τον ευνουχισμό. Ο Λέων Στ’ θέσπισε επίσης νόμο σύμφωνα με τον οποίο, στη σύζυγό που διέπραττε μοιχεία επιβαλλόταν ο εγκλεισμός της σε μοναστήρι και την περιουσία της την έπαιρνε ο απατημένος σύζυγος. Με βάση άλλη νομοθετική διάταξη του Λέοντα ΣΤ’, η σύζυγος αιχμαλώτου δεν μπορούσε να παντρευτεί άλλον άντρα, αλλά όφειλε να περιμένει την επάνοδο του συζύγου της από την αιχμαλωσία. Ακόμα, καταργούνταν οι παλλακίδες. Στο Βυζάντιο υπήρχαν πολλοί αδίστακτοι έμποροι ανθρώπων, οι οποίο γυρνούσαν στα χωριά και είτε αγόραζαν μικρά κορίτσια από τους γονείς τους είτε παραπλανούσαν όμορφες νέες με παχυλές υποσχέσεις. Διαστροφή στο Βυζάντιο θεωρούνταν φυσικά και η κτηνοβασία, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Η πολιτεία θεωρούσε τους κτηνοβάτες λεπρούς, δηλαδή ηθικά μολυσμένους και επέβαλλε σκληρές ποινές. Στα «Βασιλικά» (νόμοι των Μακεδόνων) αναφέρεται ρητά: «Οι αλογευόμενοι (κτηνοβάτες) καυλοκοπείσθωσαν» (να τους αφαιρείται το ανδρικό μόριο). Για την αλογευόμενη γυναίκα προβλεπόταν θανάτωση με ξίφος ή αν ήταν ελεύθερη γινόταν δούλη. Όταν κάποιες κόρες διακορεύονταν, προσπαθούσαν να συγκαλύψουν το πάθημά τους και να φαίνονται παρθένες. Μία από τις συνταγές, με τη βοήθεια της οποίας οι διακορευθείσες προσπαθούσαν να πετύχουν την «αναπαρθένευση» τους, ήταν να λιώνουν σύμφυτο (βότανο με επουλωτικές, μαλακτικές και στυπτικές ιδιότητες) και να το τοποθετούν στην ευαίσθητη περιοχή ή να χρησιμοποιούν στύψη (θειικό άλας) με φύλλο δάφνης, αφού τα ζέσταιναν. Έτσι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να «επισκευασθεί» ο υμένας. Ο Λέων Στ’ θέσπισε επίσης νόμο σύμφωνα με τον οποίο στη σύζυγό που διέπραττε μοιχεία επιβαλλόταν ο εγκλεισμός της σε μοναστήρι και την περιουσία της την έπαιρνε ο απατημένος σύζυγος.... Ο Λέων Στ’ θέσπισε επίσης νόμο σύμφωνα με τον οποίο στη σύζυγό που διέπραττε μοιχεία επιβαλλόταν ο εγκλεισμός της σε μοναστήρι και την περιουσία της την έπαιρνε ο απατημένος σύζυγος. Εμπόριο λευκή σαρκός Στο Βυζάντιο υπήρχαν πολλοί αδίστακτοι έμποροι ανθρώπων, οι οποίο γυρνούσαν στα χωριά και είτε αγόραζαν μικρά κορίτσια από τους γονείς τους είτε παραπλανούσαν όμορφες νέες με παχυλές υποσχέσεις, με συνέπεια να τις πείθουν να τους ακολουθήσουν σε μεγάλα αστικά κέντρα, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τις εγκαθιστούσαν σε πορνεία και τις εκμεταλλεύονταν και για να είναι σίγουροι ότι δεν πρόκειται να αποδράσουν, τις υποχρέωναν να υπογράφουν συμβόλαια με τα οποία οριζόταν ο χρόνος παραμονής τους στον χώρο όπου είχαν εγκατασταθεί. Οι άτυχες γυναίκες δύσκολα μπορούσαν να αντιδράσουν, μολονότι υπήρχαν νόμοι, από την εποχή του Θεοδόσιου Β’, που τις προστάτευαν. πηγη https://www.1069.gr
Explore the secluded life in Olympos, Karpathos, a matrilocal community rich in Byzantine traditions. Experience Easter and authentic culture firsthand.
Αχλαδόσχημη λύρα Κρήτης (1743) και δοξάρι με γερακοκούδουνα εποχής Μεσοπολέμου. Τα όργανα αυτής της οικογένειας διατήρησαν το όνομα του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου (λύρα), που όμως από τη βυζαντινή περίοδο αποδόθηκε σε διαφορετικό οργανολογικό τύπο, σε όργανο με δοξάρι. Η τεχνική
Στα 13 του ο Φίκος ξεκίνησε να ζωγραφίζει ό,τι έβλεπε να τον περιβάλλει. Εικόνες της πόλης, κόμικ, ολόκληρα τοπία. Η Αθήνα, στην οποία γεννήθηκε και συνεχίζει να κατοικεί, του έδωσε όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα. Τώρα, στα 27 του είναι ένας εγνωσμένης αξίας street artist.
Ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας Βυζαντινός αυτοκράτορας (1059 -1067) ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας από την Δυναστεία των Δουκών. Υποτίμησε σοβαρά τις ικανότητες του στρατού με αποτέλεσμα να εξασθενήσουν σοβαρά οι ένοπλες δυνάμεις της αυτοκρατορίας, την ίδια εποχή που έκαναν επέλαση οι Σελτζούκοι και τα Τουρκομανικά Εμιράτα διαλύθηκε η Αρμενική πολιτοφυλακή 50.000 ανδρών. Ακύρωσε τις περισσότερες θετικές μεταρρυθμίσεις του Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού, την διοίκηση του στρατού ανέλαβαν υψηλά αμοιβώμενοι αξιωματούχοι και η Γερουσία ήταν γεμάτη με οπαδούς του. Η απόφαση του να αντικαταστήσει τους μόνιμους στρατιώτες του με μισθοφόρους και η άρνηση του να επισκευάσει τις ορεινές οχυρώσεις τον έκαναν αντιδημοφιλή στους παλιούς οπαδούς του Ισαάκιου που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν (1061). Η απόφαση του να ανεβάσει τους φόρους για να πληρώσει τον στρατό μεγάλωσε περισσότερο το μίσος απέναντι του. Ο Ιωάννης Δούκας (πέθανε περ. 1088) ήταν ο μικρότερος αδελφός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄. Του δόθηκε ο τίτλος του Καίσαρα από τον αδελφό του, αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι΄, ο Ιωάννης ήρθε στο προσκήνιο μετά το θάνατο του αδελφού του το 1067 ως φυσικός προστάτης των δικαιωμάτων του ανιψιού του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ετών έγινε πικρός εχθρός του αυτοκράτορα Ρωμανου Δ' Διογένη. Εγκατέλειψε τον αυτοκράτορα στην καταστροφική εκστρατεία που τελειώνει με τη Μάχη του Μαντζικέρτ στο 1071. Η μάχη του Μαντζικέρτ θεωρείται γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την τύχη του Βυζαντίου. Σηματοδοτεί την αρχή κατάρρευσης του βυζαντινού κράτους και για πολλούς ερευνητές αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στη Μεσοβυζαντινή και Υστεροβυζαντινή εποχή. Πρόκειται για την τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Ρωμανού Δ' Διογένη (1067-1071). Η πορεία μέχρι το Mαντζικέρτ της Αρμενίας σημαδεύτηκε από σειρά συμβάντων που ερμηνεύτηκαν ως κακοί οιωνοί για την έκβαση της εκστρατείας. Στις 26 Αυγούστου 1071 ο αυτοκράτορας, απορρίπτοντας συνθήκη ειρήνης από το σουλτάνο Αλπ Αρσλάν (1063-1072), πήρε την απόφαση να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Πραγματοποιώντας μια σύντομη νίκη, ο Ρωμανός αποφάσισε να επιστρέψει στο στρατόπεδο. Ωστόσο, ο Ανδρόνικος Δούκας διέδωσε την ψεύτικη είδηση ότι ο αυτοκράτορας ηττήθηκε και απέσυρε τους άνδρες του. Διάφορες φήμες διαδόθηκαν γρήγορα. Την αναστάτωση που προκλήθηκε αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι και την εκμεταλλεύτηκαν. Επιτέθηκαν, με αποτέλεσμα ο Ρωμανός να βρεθεί αιχμάλωτός τους και ο βυζαντινός στρατός να ηττηθεί. Από τότε και τις επόμενες οκτώ μέρες που τον κράτησε ο Αλπ Αρσλάν συμπεριφέρθηκε στον Ρωμανό Δ΄ βασιλικά, στην συνέχεια τον απελευθέρωσε αφού του υποσχέθηκε ένα μεγάλο ποσό για λύτρα. Ο Ιωάννης Δούκας έγινε ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης στο όνομα του Μιχαήλ Ζ΄, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα τον Ρωμανό. Ο καίσαρ Ιωάννης έστειλε τους γιους του Ανδρόνικο και ο Κωνσταντίνο να συλλάβουν τον Ρωμανό Δ΄, ο οποίος είχε απελευθερωθεί από την αιχμαλωσία. Ο Ιωάννης Δούκας αρχικά συμφώνησε να επιτρέψει στον Ρωμανό να παραιτηθεί από τα δικαιώματα του στον θρόνο και αποσυρθεί σε μοναστήρι. Αλλά το μίσος του Ρωμανού ήταν τόσο μεγάλο που ο ίδιος υπαναχώρησε από τη συμφωνία και διέταξε ο Ρωμανός να τυφλωθεί, στέλνοντας του ένα μήνυμα σκωπτικό, συγχαίροντας τον για την απώλεια του στα μάτια, αργότερα ο Ρωμανός πέθαινε από τη μολυσμένη πληγή. Το 1073 ο ευνουχος Νικηφορίτζης έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μιχαήλ Ζ, τον έστρεψε εναντίον του θείου του. Ο Ιωάννης αναγκάστηκε να αποσυρθεί, όπου στην συνέχεια διασκέδαζε με το κυνήγι στα δάση κοντά στις ακτές του Βοσπόρου. Εν τω μεταξύ, η πρόοδος των Σελτζούκων Τούρκων ξεσήκωσε τη βυζαντινή κυβέρνηση που ανέλαβε δράση, συγκεντρώνοντας ένα στρατό μισθοφόρων υπό τις διαταγές του Ισαακίου Κομνηνού. Οι Νορμανδοί μισθοφόροι, με επικεφαλής τον Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, επαναστάτησαν εναντίον των Βυζαντινών, και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο βασίλειο στην Ανατολία. Το 1073, επικεφαλής 400 μισθοφόρων, πήρε μέρος στην εκστρατεία του στρατηγού Ισαάκιου Κομνηνού εναντίον των Τούρκων, αλλά στασίασε και, αφού εγκατάλειψε τους Βυζαντινούς, κατευθύνθηκε στο Ικόνιο, όπου επιδόθηκε σε εγκληματικές πράξεις και λεηλασίες. Η εκστρατεία του στρατηγού Ισαάκιου Κομνηνού απέτυχε και τον αιχμαλωτισαν οι Σελτζουκοι Τούρκοι. Η κατάσταση στη Μικρά Ασία ήταν πλέον τόσο τρομερή, ώστε το 1074 ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να διατάξει τον θείο του Ιωάννη να αναλάβει τη διοίκηση του αυτοκρατορικού στρατού και να νικήσει τους Νορμανδούς μισθοφόρους. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Δορύλαιο κοντά στη γέφυρα του ποταμού Ζομπί, στην περιοχή του Σαγγαριου ποταμού, όπου ήταν μία από τις μεγάλες γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τις κεντρικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Προδομένος από Φράγκους μισθοφόρους του και από την επαίσχυντη υποχώρηση των ασιατικών στρατευμάτων με από την εντολή του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη, ο Ιωάννης νικήθηκε και συνελήφθη μαζί με τον γιο του Ανδρόνικο. Οι Φράγκοι μισθοφόροι στη συνέχεια προχώρησαν στις ακτές του Βοσπόρου, υπό τον νεότερο γιο του Ιωάννη Κωνσταντίνο και διαλύθηκαν. Ο Μπαγιέλ, σίγουρος ότι θα μπορούσε να ανατρέψει τον αυτοκράτορα στη Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε να δράσει ως επικεφαλής. Κήρυξε αυτοκράτορα τον Ιωάννη Δούκα, πείθοντας εύκολα τον κρατούμενο του να αναλάβει τον τίτλο και να εκθρονίσει τον ανιψιό του, και συνέχισαν την πορεία τους προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Μιχαήλ Ζ, και ο Νικηφορίτζης ήταν σε βαθιά ανησυχία για τη δική τους ασφάλεια. Σχημάτισαν μια συμμαχία με τον Σουλεϊμάν, σύναψη επίσημης συμφωνίας μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, σύμφωνα με την οποία ο Μιχαήλ αναγνώριζε στον Σουλεϊμάν την εξουσία του στις επαρχίες που οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν στην κατοχή τους. Οι Τούρκοι συμφώνησαν να στείλουν στρατό για να πολεμήσει για λογαριασμό του Μιχαήλ, και ο στρατός κινήθηκε γρήγορα στο Άγιο Σόφων όπου στρατοπέδευαν ο Ιωάννης Δούκας και Ρουσελ ντε Μπαγιέλ. Οι μισθοφόροι όμως έπεσαν σε ενέδρα και ο Μπαγιέλ κατάφερε να διαφύγει, και ο Ιωάννης συνελήφθη, έτσι τελείωσε και η εξέγερση. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ως αιχμάλωτος των Σελτζούκων, ο Ιωάννης εξαγοράστηκε από τον ανηψιό του Μιχαήλ, επέτρεψε. Στη συνέχεια ο Ρουσελ ντε Μπαγιέλ εγκαταστάθηκε στην Αμάσεια του Πόντου, όπου ζούσε ως ανεξάρτητος άρχοντας. Εκεί, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς, πιάστηκε αιχμάλωτος τελικά από τον αρχηγό των Τούρκων Τουτάχ, που είχε συμμαχήσει μαζί τους και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου φυλακίστηκε. Απελευθερωθηκε σε επόμενο εμφύλιο πόλεμο. Ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (1078 - 1081). Ο Νικηφόρος Γ΄ είχε σημαντικό ρόλο την εποχή που ήταν αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας, υποστήριξε τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό στην επιτυχή του προσπάθεια να καταλάβει τον θρόνο. Επαναστάτησε εναντίον του ανίκανου αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄, διεκδίκησε και πήρε τον θρόνο (1078), τον βοήθησαν οι Σελτζούκοι. Τα πρώτα χρόνια υπηρέτησε σαν στρατηγός τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, έγινε κυβερνήτης του θέματος Ανατολής, του Θέματος Κύπρου και διοικητής του στρατού στην Ασία. Διετέλεσε Δούκας της Αντιόχειας και Δούκας της Εδέσσης, κατείχε επίσης τους τίτλους του "Μάγιστρου" και του "Βεστάρχη". Ο Νικηφόρος ήταν ικανός και πετυχημένος στρατηγός αλλά στην διάρκεια της θητείας του υπέστη πολλές φορές σημαντικές ήττες και ταπεινώσεις. Ο Ρωμανός Διογένης δεν του είχε εμπιστοσύνη και τον απέκλεισε από την Μάχη του Μαντζικέρτ. Ο Μιχαήλ Ζ΄ τον διόρισε ξανά στρατηγό στο Θέμα Ανατολικών και αρχηγό των στρατευμάτων του στην Μικρά Ασία. Οι Νορμανδοί μισθοφόροι επαναστάτησαν, ο αυτοκράτορας έστειλε στρατεύματα με αρχηγό τον θείο του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα αλλά ηττήθηκαν και ο Καίσαρας αιχμαλωτίστηκε. Ο Νικηφόρος Γ΄ επαναστάτησε εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ και του υπουργού Οικονομικών Νικηφορίτζη, με την βοήθεια των Σελτζούκων συγκέντρωσε στρατό βάδισε στην Νίκαια και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος διεκδίκησε και αυτός τον θρόνο αλλά η εκλογή του Νικηφόρου Γ΄ επικυρώθηκε από την αριστοκρατία και τον κλήρο, ο Μιχαήλ Ζ΄ αποσύρθηκε στην Μονή Στουδίου. Ο Νικηφόρος Γ΄ εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη θριαμβευτικά, ο πατριάρχης Κοσμάς Α΄ Ιεροσολυμίτης τον έστεψε αυτοκράτορα (1078). Με την βοήθεια του στρατηγού Αλέξιου Κομνηνού νίκησε τον Νικηφόρο Βρυέννιο και τους υπόλοιπους διεκδικητές αλλά δεν μπόρεσε να διώξει τους Σελτζούκους από την Μικρά Ασία. Στην εποχή του ο τελευταίος βασιλιάς του Αρμενικού βασιλείου του Ανί, Γκαζίκ Β' που είχε καταλυθεί από τους Βυζαντινούς (1045) δολοφονείται στην Καισάρεια της Καππαδοκίας από φανατικούς Ορθοδόξους λόγω προστριβών σχετικά με το δόγμα της Αρμενικής εκκλησίας η οποία είχε δεχτεί τον Μονοφυσιτισμό από τον 6ο αιώνα. Ο πρίγκιψ Ρουπέν Α΄ της Αρμενίας από τον Οίκο των Ρουπενιδών συγγενής του Γκαζίκ Β΄ που ανήκε στον Οίκο των Βαγρατιδών κατέλαβε την πόλη Σις (Κοζάν) κοντά στα Άδανα της Κιλικίας. Ο Ρουπέν Α΄ έγινε ο πρώτος Πρίγκιπας της Μικρής Αρμενίας με πρωτεύουσα την Σις (1080). Το πριγκιπάτο θα προαχθεί στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας (1199) με πρώτο βασιλιά τον Λέων Β΄ της Αρμενίας, επιβίωσε συνολικά περίπου τρεις αιώνες ως την κατάλυσή του απο τους Μαμελούκους (1375) την εποχή του Λέων ΣΤ΄ της Αρμενίας. Ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης απέτυχε να κερδίσει την υποστήριξη των Σελτζούκων και του στρατηγού Νικηφόρου Κομνηνού, μετά το αιματηρό πραξικόπημα του 1081 παραιτήθηκε για χάρη της δυναστείας των Κομνηνών. Ανέλαβε αυτοκράτορας ο Αλέξιος Κομνηνός. Η ήττα στο Mαντζικέρτ σήμανε την κατάρρευση του διοικητικού συστήματος στις ανατολικές επαρχίες. Σειρά εσωτερικών διαμαχών των Βυζαντινών, οι οποίοι ζητούσαν ακόμη και τη βοήθεια των Τούρκων, σημάδεψαν την επόμενη δεκαετία (1071-1081). Είναι χαρακτηριστικό, και ενδεικτικό του βαθμού στον οποίο η περιοχή της Μικράς Ασίας είχε αρχίσει να κατακλύζεται από τους Τούρκους, το γεγονός ότι ο μελλοντικός αυτοκράτορας Αλέξιος, επιστρέφοντας από την Αμάσεια στην Κωνσταντινούπολη το 1074, ταξίδεψε με πλοίο γιατί όλοι οι χερσαίοι δρόμοι ελέγχονταν από Τούρκους. Η ήττα του Mαντζικέρτ δεν ήταν ένα γεγονός που ξάφνιασε. Ήταν το αποτέλεσμα των εσωτερικών και εξωτερικών εξελίξεων που είχαν διαρκέσει πάνω από μισό αιώνα μετά το θάνατο του Βασιλείου Β' (976-1025). H Mικρά Aσία δεν κατέρρευσε αμέσως μετά το 1071. Ωστόσο η μάχη του Mαντζικέρτ σήμανε την αρχή του τέλους, την απαρχή της κατάληψης ενός από τα σημαντικότερα και πλουσιότερα τμήματα της αυτοκρατορίας, της Μικράς Ασίας, και την ίδρυση ισχυρού κράτους από τους Σελτζούκους Τούρκους. Η μάχη του Μαντζικέρτ δεν ήταν εντέλει μια στρατιωτική καταστροφή, όπως την παρουσιάζουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί της εποχής. Ασφαλώς επρόκειτο για σημαντική ήττα των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και, το σπουδαιότερο, για τη σύλληψη του ίδιου του αυτοκράτορα, αλλά όχι για ολοκληρωτική καταστροφή. Η ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολή δεν μεταβλήθηκε ριζικά και η εμφύλια σύγκρουση που ακολούθησε την απελευθέρωση του Ρωμανού Διογένη (αρχές Σεπτεμβρίου 1071) προξένησε πολύ σοβαρότερες ζημιές στο μικρασιατικό χώρο σε σύγκριση με την ήττα στο Μαντζικέρτ. Επιπλέον, μετά την ήττα ο βυζαντινός στρατός δεν φαίνεται να υπέστη βαριές απώλειες, καθώς οι αρχηγοί του κατάφεραν να διαφύγουν μαζί με το κύριο μέρος του εκστρατευτικού σώματος. Σπουδαιότερη ήταν η σημασία της μάχης του Μαντζικέρτ σε πολιτικό επίπεδο: αφενός εγκαινίασε μία δεκαετή περίοδο εμφύλιου πολέμου στην αυτοκρατορία, αφετέρου η συνθήκη στην οποία συμφώνησε ο Διογένης από κοινού με τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν άφηνε σχεδόν ολόκληρη τη Μικρά Ασία ανέπαφη. Ρητή μνεία γινόταν στη διατήρηση του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος, στην ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών και στην αποχή των Σελτζούκων από τις λεηλασίες στα βυζαντινά εδάφη. Επίσης, προβλεπόταν ανταλλαγή των αιχμαλώτων και, τέλος, η σύναψη επιγαμίας μεταξύ των τέκνων των δύο ηγετών. Έτσι, οι Βυζαντινοί έχαναν λίγα ή και καθόλου εδάφη. Από την άλλη, εξίσου σημαντική ήταν η ήττα στο Μαντζικέρτ και στο οικονομικό επίπεδο, διότι η ίδια η εκστρατεία ήταν πολύ δαπανηρή, αλλά και η λεία που έπεσε στα χέρια των εχθρών, όταν λεηλάτησαν το στρατόπεδο του Ρωμανού, ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Επιπλέον, οι οικονομικές δυσκολίες που έγιναν εμφανείς επί Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078) ήταν και αυτές αποτέλεσμα της ατυχούς έκβασης της μάχης. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο ψυχολογικός παράγοντας της ήττας, καθώς για πρώτη φορά Βυζαντινός αυτοκράτορας έπεφτε ζωντανός στα χέρια του εχθρού. Ωστόσο, παρ' όλες τις προαναφερθείσες συνέπειες της ήττας στο Μαντζικέρτ, δεν μπορεί να δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την απίστευτα γρήγορη κατάκτηση της ανατολικής Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους. Πιθανώς να εκμεταλλεύθηκαν τις πολιτικές αδυναμίες που επέφερε η συγκεκριμένη ήττα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η προσοχή των Βυζαντινών είχε πλέον στραφεί εκ των πραγμάτων στη Δύση, όπου ένας νέος και επικίνδυνος εχθρός, οι Νορμανδοί, έκανε απειλητικά την εμφάνισή του. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), πολλές νομαδικές ληστρικές φυλές των Σελτζούκων, οι λεγόμενοι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισήλθαν στη Μικρά Ασία. Ο Σουλεϊμάν, που έλαβε τον τίτλο του τοπικού σουλτάνου, μέλος της σελτζουκικής δυναστείας, είχε κάποιο στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή, που περιελάμβανε το Βόσπορο δυτικά (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) έως τη βόρεια Συρία ανατολικά. Μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν (1085 ή 1086), η περιοχή χωρίστηκε σε μικρά κρατίδια υπό τον έλεγχο διάφορων εμίρηδων, μέχρι την άφιξη του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, που εγκατέστησε σχετικά ενιαία διοίκηση με πρωτεύουσα τη Νίκαια. Το σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ βρισκόταν σε μόνιμο πόλεμο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ρουμ σημαίνει Ρωμανία ή χώρα των Ρωμαίων (Βυζαντινών). Ο Σουλεϊμάν Α΄ ιμπν Κουτουλμίς (πέθανε το 1086) ίδρυσε ένα ανεξάρτητο Σελτζουκικό κράτος στην Ανατολή και κυβέρνησε σαν ο πρώτος Σουλτάνος του Ρουμ (1077 - 1086). Ο Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς ήταν γιος του Κουτουλμίς, που είχε έρθει σε σύγκρουση με τον εξάδελφό του Αλπ Αρσλάν για τον θρόνο της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων. Με τον θάνατο τού πατέρα του (1064) ο Σουλεϊμάν δραπέτευσε με τους τρεις αδελφούς του στην οροσειρά τού Ταύρου (Μικρά Ασία), στα σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μαζί με φυλές Τουρκομάνων. Ο Αλπ Αρσλάν απάντησε με μία σειρά από επιδρομές, στις οποίες σκοτώθηκαν όλα τα αδέλφια τού Σουλεϊμάν, επέζησε μόνο ο ίδιος ο Σουλεϊμάν και έγινε αρχηγός των Τουρκομάνων. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας ζήτησε την βοήθεια τού Σουλεϊμάν Α΄ εναντίον του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, που διοικούσε το Θέμα Ανατολικών και τον αμφισβητούσε στον θρόνο. Ο Σουλεϊμάν αιφνιδίασε ένα μικρό στρατιωτικό σώμα του Βοτανειάτη ανάμεσα στην Κιουτάχεια και το Ιζνίκ(Νικαια)· ο σφετεριστής Βοτανειάτης έπεισε ωστόσο στο τέλος τον Σουλεϊμάν να τον υποστηρίξει. Η υποστήριξη του Σουλεϊμάν ήταν επιτυχής και ο Βοτανειάτης σαν ανταμοιβή του παραχώρησε πρόσβαση στην Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς υποστήριξε σε δύο χρόνια έναν άλλον σφετεριστή, τον Νικηφόρο Μελισσηνό. Ο Νικηφόρος Μελισσηνός άνοιξε τις πύλες της Νίκαιας στους Τουρκομάνους και επέτρεψε στον Σουλεϊμάν να εγκαταστήσει μία μόνιμη στρατιωτική βάση. Σε λίγο καιρό ολόκληρη η Βιθυνία βρισκόταν στον έλεγχο του Σουλεϊμάν· αυτό δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς εγκατέλειψε την Νίκαια (1084) και άφησε στην θέση του τον ευγενή Αμπντούλ Κασίμ. Ο Σουλεϊμάν επέκτεινε σύντομα το βασίλειο του: κατέλαβε την Αντιόχεια και αφού έσφαξε τους κατοίκους, έκλεψε τους θησαυρούς από την εκκλησία του Αγίου Κασσιανού και ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί. Δολοφονήθηκε κοντά στην Αντιόχεια από τον Τουτούς (1086), τον Σελτζούκο κυβερνήτη της Συρίας· δεν είναι βέβαιο αν τον θανάτωσε ο Τουτούς από πίστη στον Μεγάλο Σουλτάνο των Σελτζούκων Μαλίκ Σαχ Α΄ ή για προσωπικούς λόγους. Ο γιος του Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Ισφαχάν, αλλά με τον θάνατο του Μαλίκ Σαχ Α΄ έγινε ο νέος Σουλτάνος του Ρουμ. Αναρτήθηκε από ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ - GREEK HISTORY
Με πλοηγό την ελληνική διακοσμητική τέχνη όπως αυτή απεικονίζεται πάνω σε σφραγιδόλιθους, αγγεία της μινωικής περιόδου αλλά και σε λιθόγλυπτα, πήλινα πιάτα, και κεραμικά εκθέματα του Βυζαντινού Μο…
Με αφορμή μια διάλεξή μου στο φιλόξενο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης (μετά απο πρόσκληση του Συλλόγου των Φίλων του Μουσείου), αξίζει να ξανατεθεί το ερώτημα περι Βυζαντινής Τεχνολογίας. Και διοτι πώς είναι δυνατόν να καμωνόμαστε οτι γνωρίζομε εναν Πολιτισμό, όταν συστηματικά αγνοούμε την Τεχνολογία του. Λοιπόν, οι γνώσεις-μας περι της Βυζαντινής Τεχνολογίας δέν είναι πλούσιες. Και ιδού μερικά πιθανά αίτια, ευρύτερου νομίζω ενδιαφέροντος. α) Και, πρώτον, η παλαιότερη υποτίμηση του Βυζαντίου καθεαυτό απ' τη διεθνή ιστοριογραφία... β) Δεύτερον, η εγνωσμένη αδιαφορία των Ιστοριογράφων (μέχρι πρόσφατα) για την Τεχνολογία καθόλου, ως θεμελιώδους παράγοντος των Πολιτισμών ενγένει. γ) Σημαντικό, πάντως, μέρος της αγνοίας-μας περί του Βυζαντίου γενικότερα, οφείλεται στη συστηματική καταστροφή μεγίστου μέρους των Αρχείων των κυβερνητικών υπηρεσιών, κυρίως, αλλά και των γαιοκτημόνων και των Συντεχνιών, κλπ. Η ιστορία της Τεχνολογίας θα προέκυπτε αρμοδιότερον απο τέτοια Αρχεία, παρά απ' τις περιγραφές των υμνητών (ή και κατηγόρων) του Αυτοκράτορα! δ) Είναι όμως εξ ίσου αληθές οτι οι ίδιοι οι βυζαντινοί δέν φαίνεται να είχαν σπουδαίαν ιδέα για τα τεχνικά επαγγέλματα: «Οι τας αγοραίας και χειρουργικάς τέχνας ασκούντες (οι χειροτεχνάριοι ως ελέγοντο) εθεωρούντο ταπεινοί και βάναυσοι δι' ό και περιεφρονούντο, εκ πολλών μαρτυριών μανθάνομεν» (Φ. Κουκουλές). Ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος, λ.χ., βάζει στο στόμα τού πατέρα-του τη φράση «... ουδέ τε χαλκότυπον, και γάρ εμόν έσσεται αίσχος». Μια τέτοια ιδεαλιστική στάση, που θυμίζει... Ξενοφώντα (στον βαθμό βέβαια κατα τον οποίον δέν προέρχεται μόνον απο λογίους ή μόνον απο ψωροευγενείς), θα μπορούσε να σημαίνει μιαν ευρύτερη υποτίμηση της Τεχνολογίας. ε) Δέν θα συμμερισθώ, πάντως, την άποψη οτι ο Χριστιανισμός θεωρούσε τάχα τη χειρωνακτική εργασία ως κώλυμα εις την σωτηρίαν των ψυχών! Ο μέν απόστολος των Εθνών Παύλος, λόγιος αυτός, καμάρωνε για τις χειρωνακτικές-του εργασίες, ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκήρυττεν «μηδείς αισχυνέσθω των την τέχνην εχόντων, μή τοίνυν είπης χαλκότυπος εστιν ο δείνα [...] και καταφρονήσης». στ) Αντιθέτως, μου φαίνεται οτι η βυζαντινή απαγόρευση προς τους ευγενείς να ασκούν εμπορικές δραστηριότητες, ενδέχεται να αποθάρρυνε την μεγέθυνση μερικών πετυχημένων βιοτεχνικών κέντρων ώστε να καταστούν «βιομηχανικότερα». ζ) Εξ άλλου, τα πολιτικώς αμφίβολης αξίας προνόμια που έδωσαν βυζαντινοί βασιλείς προς Ρώσσους παλαιότερα, και προς Ιταλούς αργότερα εμπόρους, άνοιξαν τον δρόμο για την ανεμπόδιστη εισαγωγή τεχνικών προϊόντων απο άλλες χώρες, αποθαρρύνοντας αντίστοιχη εντόπια τεχνολογική ανάπτυξη. «Ετσι, κέντρο βάρους του κράτους των Κομνηνών (11ος αι.) ξανάγινε η γή» (Mango) - χωρίς περαιτέρω τεχνική πρόοδο. η) Τέλος, ίσως πρέπει να προσθέσομε εδώ και μιαν άλλη κοινωνική αιτία που πιθανότατα συνέβαλε στην κατα διαστήματα μείωση της τεχνολογικής ανάπτυξης στο Βυζάντιο. Πρόκειται για την εξαφάνιση των ηγετικών οικογενειών και εν πολλοίς της αστικής τάξης κατα τις αναστατώσεις του 7ου και του 8ου αιώνα, αλλά και αργότερα... Παρα ταύτα, το Βυζάντιο διέθετε σημαντική Τεχνολογία. Αλλά μια συστηματική και λεπτομερής γνώση περι αυτής, απαιτεί νέες προσπάθειες. «Χρειαζόμαστε μια συστηματική έρευνα με αντικείμενο τις βυζαντινές πόλεις, τα χωριά, τα κάστρα, τα αγροκτήματα, τις υδρεύσεις, τις αρδεύσεις, τους δρόμους, τις βιοτεχνικές εγκαταστάσεις στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας» (Mango). Οσο για μάς εδώ, άς τελειώσουμε με μερικές μόνον γενικές πληροφορίες για τη βυζαντινή Τεχνολογία. Αργότερα ίσως επανέλθομε με στοιχεία για επιμέρους τεχνολογικούς τομείς. Κατα την πρωτοβυζαντινή περίοδο, «ένα μεγάλο μέρος της βιοτεχνίας» μας λέει ο Ν. Σβορώνος, «έχει τα χαρακτηριστικά πραγματικής βιομηχανίας. Πολλές βιοτεχνίες ανήκουν στο Κράτος (είναι κρατικά εργαστήρια). Ωστόσο, μεγάλες βιοτεχνικές επιχειρήσεις βρίσκονται και σε χέρια ιδιωτών, π.χ. ένα μεγάλο μέρος των εργαστηρίων κατασκευής όπλων (πρό του Ιουστινιανού). Τα πλούσια σε πολύτιμα μέταλλα ορυχεία (χρυσού και αργύρου) είναι κρατικά». Και τώρα, ένας εύγλωττος κατάλογος τεχνικών επαγγελμάτων: Εργάτες όπλων, Εικαστικοί τεχνίτες, Ελεύθερα επαγγέλματα: Μηχανικοί, αρχιτέκτονες, οικοδόμοι, τέκτονες (για στέγες και ξυλοδέματα), υαλουργοί, χαλκείς, βρεκάριοι (για βάρκες), ασβεστοποιοί, μολυβδουργοί, κναφείς, ναυπηγοί. Ανήκουν όλοι σε Συντεχνίες, των οποίων το σύστημα αποκτά και νομικόν χαρακτήρα. Ο κατάλογος αυτός συνιστά άλλη μία ένδειξη ότι η βυζαντινή τεχνολογία λειτουργούσε - και έχομε νομίζω πολλαπλά κίνητρα για την συστηματική συγκέντρωση των διαθέσιμων γνώσεων και την εντατικοποίηση των ερευνών περί αυτής. Και αναμένεται μια σχετική πρωτοβουλία απ' το Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και απ' την ΕΜΑΕΤ στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, προκειμένου να αξιοποιηθεί το κεφάλαιο των γνώσεων των διακεκριμένων Ελλήνων Βυζαντινολόγων (ιστορικών και αρχαιολόγων) στον τομέα αυτόν. Δημοσίευση <> Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Explore the secluded life in Olympos, Karpathos, a matrilocal community rich in Byzantine traditions. Experience Easter and authentic culture firsthand.
Tο ερώτημα του τίτλου δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται εν πρώτοις, παρόλο που η απάντηση του, βεβαίως, είναι εύκολη. Αν για παράδειγμα, μπορούσαμε ποτέ να ρωτήσουμε έναν υπήκοο της Αυτοκρατορίας, για την ταυτότητα του, θα μας απαντούσε, δίχως περιστροφές, πως είναι «Ρωμαίος» και ότι το κράτος του ονομάζεται «Ρωμανία». Αν πάλι του λέγαμε πως είναι «Βυζαντινός» και πως η Αυτοκρατορία αποκαλείται πλέον «Βυζάντιο», τότε σίγουρα θα έμενε με το στόμα ανοικτό. Διότι αυτός ο όρος, θα του ήταν ελάχιστα γνωστός. Ίσως, να του θύμιζε μόνο το όνομα της αρχαιοελληνικής αποικίας των Μεγαρέων, μιας μικρής πόλης που πήρε το όνομα της από τον πρώτο της οικιστή τον Μεγαρέα Βύζαντα και έτσι ονομάστηκε Βυζάντιο. Σίγουρα θα γνώριζε, αν τύχαινε να είναι και μορφωμένος, πως η Κωνσταντινούπολη κτίστηκε από τον ιδρυτή της πάνω στα ερείπια αυτής της μικρής πόλης. Ένα κόσμημα με πετράδια ανάμεσα σε δύο ηπείρους και σε δύο θάλασσες. Για αυτό και ο Δικέφαλος αετός που κοιτά σε ανατολή και δύση. Που σημαίνει, ότι ο αετός ο ίδιος, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη, συμβόλιζε το διαχωριστικό άξονα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Τόσο σημαντική ήταν για περισσότερα από 1000 χρόνια, που οριοθετούσε τα δύο ημισφαίρια του τότε γνωστού κόσμου, Έτσι, κάθε μονομερής ισχυρισμός, από άλλους ότι ανήκουμε στη δύση και από άλλους στην ανατολή, θα έπρεπε να απορρίπτεται ως περιοριστικός και αφαιρετικός της αληθινής ταυτότητας του Έθνους μας. Διότι το Ελληνικό Έθνος ανήκει τόσο στη δύση, όσο και στην ανατολή. Είναι στο κέντρο του διαφορισμού και ταυτόχρονα σημείο αναφοράς των όσων χωρίζει, αλλά και των όσων ενώνει. Σαν το φως, που είναι εκείνο που ορίζει τις σκιές στο χώρο, και που όλα σε αυτό αναφέρονται προκειμένου να βρουν τη θέση τους και την ταυτότητα τους, ως ετερόφωτες πνευματικές υπάρξεις. Το ελληνικό πνεύμα, είχε φτάσει μέχρι τις Ινδίες και από την άλλη πλευρά μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, να θέλει να περιορίσει κάποιος τον οικουμενικό Έλληνα σε μια μονοσήμαντη διάσταση, που τον θέλει να είναι, είτε το ένα, είτε το άλλο; Σα να αναγκάζεται κάποιος, δηλαδή, να βάλει τα δύο πόδια του σε ένα παπούτσι. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς, ότι μια τέτοια αφύσικη μονομέρεια, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια κρίση ταυτότητας; Γιατί, άραγε, εγκαταλείψαμε τη σύνθεση, εμείς που είμασταν πάντα οι καλύτεροι «συνθέτες»; Διότι και η Αυτοκρατορία τότε, μια σύνθεση ήταν, η μεγαλύτερη από όλες, έπειτα από τη σύνθεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Δύο οικουμενισμοί στην τελειότερη των συνθέσεων! Από την άλλη, αν ο κάτοικος της Αυτοκρατορίας, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, τότε σίγουρα, θα ήταν ελληνικής καταγωγής και θα μας απαντούσε αφοπλιστικά, πως εκτός από «Ρωμαίος» είναι Έλληνας και επίσης Γραικός. Όλα αυτά, όμως, που για τον μεσαιωνικό Έλληνα της Αυτοκρατορίας, έμοιαζαν τόσο απλά και ξεκάθαρα, στη δική μας εποχή, 6 αιώνες μετά, μοιάζουν τόσο μπερδεμένα, που ευκολότερα θα κατανοούσε κανείς το Πυθαγόρειο θεώρημα, παρά τους όρους «Ρωμαίος», «Ρωμανία», «Έλλην», «Γραικός», «Βυζάντιο», «Βυζαντινός» και τη μεταξύ τους σχέση. Ξεχάσαμε πως γίνονται πια οι συνθέσεις. Ας επιχειρήσουμε, όμως, να βρούμε την άκρη του ιστορικού νήματος. Πολύ πριν από τον Μ. Κωνσταντίνο, η ιδέα της «Ρώμης» είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι, μετά από την απόδοση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων σε κάθε κάτοικο της αυτοκρατορίας, το «Ρωμαίος» σήμαινε πια τον Ρωμαίο πολίτη, ό,που και αν ζούσε και ανεξάρτητα από την εθνική του καταγωγή (1). Μετά από χρόνια, οι άνθρωποι στον ελλαδικό χώρο, αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία, άρχισαν να χρησιμοποιούν όλο και πιο σπάνια (το Λατινικό) «Imperium Romanorum» (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το «Ρωμανία» (Χώρα των Ρωμαίων), έχοντας επίγνωση πως ο όρος «Ρωμαίος», είναι δηλωτικός μόνο της κρατικής-πολιτικής τους οντότητας και ότι οι ίδιοι δεν ήταν Ρωμαίοι στην καταγωγή, αλλά εθνικά Έλληνες. Ωστόσο, η χρήση του ονόματος «Ρωμαίοι» δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, για ευνόητους γεωπολιτικούς λόγους. Ήταν μια δήλωση κατοχύρωσης προς κάθε αποδέκτη, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κληρονομιάς, που είχε από πολύ παλιά περάσει στα χέρια των Ελλήνων. Και αυτό, παρόλο που το όνομα «Έλληνες», άρχισε αργότερα να χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά, παράλληλα προς το «Ρωμαίος», ιδιαίτερα μετά τον 9ο αιώνα, οπότε είχε πλέον αποσυνδεθεί από τον χαρακτήρα του παγανιστικού. Πάντως, η εξέλιξη του ονόματος «Έλληνες» ήταν αργή και ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως το «ρωμαϊκό» όνομα. Στην ελληνικότατη Αυτοκρατορία της Νικαίας, μετά από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι βασίλευσε ὁ γαμβρός του, ο ελεήμων και γενναίος Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης. Αυτός, το 1237, απάντησε σε μία θρασεία επιστολή του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ και μεταξύ άλλων του έγραφε: «…Μᾶς γράφεις ὅτι ἀπό τό δικό μας, τό Ἑλληνικό γένος, ἄνθησε ἡ σοφία καί τά ἀγαθά της καί διαδόθηκε στούς ἀλλους λαούς… Οἱ γενάρχες τῆς βασιλείας μου εἶναι ἀπό τό γένος τῶν Δουκῶν καί τῶν Κομνηνῶν, γιά νά μήν ἀναφέρω ἐδῶ καί ὅλους τούς ἄλλους βασιλεῖς πού εἶχαν ἑλληνική καταγωγή και γιά πολλές ἑκατοντάδες χρόνια κατεῖχαν τή βασιλική ἐξουσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτούς ὅλους καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί οἱ αὐτοκράτορες τούς προσκυνοῦσαν ὡς αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων» (2). Έχουμε, λοιπόν, εδώ, μία τρανταχτή ομολογία αυτής της διπλής ιδιότητας. Κρατικά ένιωθαν Ρωμαίοι, αλλά εθνικά ήταν Έλληνες και το διεκήρυτταν. Την ελληνικότητά του βροντοφώναξε και ο γιός του Βατάτζη Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, που επιθυμούσε να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με πραγματικό εθνικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι: «η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών» και υπερηφανευόταν πως: «κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων… Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;». (3) Κομβικό σημείο, λοιπόν, για την εθνική συνειδητότητα, υπήρξε η τραυματική εμπειρία της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, οπότε άρχισε να αναδύεται ο ελληνικός πατριωτισμός. Η οδύνη που προκάλεσε η Άλωση, συμπληρούμενη και από την κακή ανάμνηση του Σχίσματος, είχαν ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει ολοκληρωτικά η πλάνα εικόνα της αμοιβαίας χριστιανικής αδελφοσύνης, που είχαν οι Έλληνες για τον Πάπα και τους δυτικούς. Ο ιστορικός του 1204, Νικήτας Χωνιάτης και πολλοί άλλοι, εξιστόρησαν τα αίσχη των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες στην Πελοπόννησο (4). Ενώ, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως «Έλληνες» τους Ρωμανούς αυτοκράτορες (5). Ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης στην επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, αναφέρεται στη «φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος» (6) Υποστήριζε, ακόμη, ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον, παρά από γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους Λατίνους που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Υποστήριζε, ότι η κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταβιβάσθηκε στους Έλληνες, και πως αυτοί μόνοι ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοί του. Έχει σημασία, πως εθνικά «Ρωμαίος» εθεωρείτο μόνο ο ελληνόφωνος υπήκοος και όχι ο Αρβανίτης ή ο Βλάχος ή ο Βούλγαρος ή ο Σέρβος κάτοικος της Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο Δούκας διέκρινε σαφώς τις διάφορες χριστιανικές εθνότητες που ζούσαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, διαχωρίζοντας τους «Ρωμαίους» από τους υπόλοιπους, που ήταν Χριστιανοί μεν, βάρβαροι δε: «[...] ως κακείνος εν τη Αδριανού προς Ρωμαίους, Ούννους, Βλάχους, Σέρβους, Βουλγάρους δόρυ κινών» [TLG, Δούκας, 22, 9, 11-12] Ακόμη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς ονόμασε το ιστορικό έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία». Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, μέγας υποστηρικτής της Ελληνικής παιδείας, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται πάντα στους Βυζαντινούς με τον όρο «Ρωμαίοι». Εν τούτοις, σε μια επιστολή που του απέστειλε ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Νάσερ Χασάν μπεν Μοχάμεντ, τον μνημονεύει ως: «Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Ασάνων, Βλάχων, Ρώσων και Αλανών», όχι όμως των «Ρωμαίων» (7). Ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης συνηγορούσε υπέρ της ολοσχερούς αντικατάστασης του όρου «Ρωμαίοι» με τον όρο «Γραικοί» (Greek) (8). Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τελικά, ανακήρυξε την Κωνσταντινούπολη, ως το «καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και αγάπη όλων των Ελλήνων» (Hellenes). Στο ύστερο Βυζάντιο, όπως βλέπουμε, τα ονόματα Ρωμαίοι-Γραικοί-Έλληνες, είχαν σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί. Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα: Τον 15ο αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων ονόμαζε το Γένος πότε των «Ελλήνων» και πότε των «Ρωμαίων»: «του ημετέρου τούτου του των Ρωμαίων γένους» [P.G. 160, 953A]. Ο ίδιος πάλι Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, υπέδειξε στον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο, ότι ο λαός, του οποίου ηγείται, είναι «Έλληνες», όπως πιστοποιεί η φυλή, η γλώσσα και η παιδεία τους (9), Ο δε Γεννάδιος Σχολάριος, γράφει κάπου χαρακτηριστικά: «όσοι των Ελλήνων ή Ρωμαίων του πράγματος ύστερον συναισθήσονται». [«Παραμυθητικός τω βασιλεί Κωνσταντίνω επί τη μεταστάσει της δεσποίνης της μητρός αυτού»]. Ενώ, σε «Πανηγυρικό προς Μανουήλ και Ιωάννην Παλαιολόγους» συνδέονται τα δύο ονόματα και παρουσιάζεται η ιδέα της διπλής καταγωγής του Γένους: Γίνεται λόγος δηλ. για ανάμειξη των «δύο επισήμων γενών», των Ελλήνων και των Ρωμαίων, από την οποία προήλθε «γένος εν(α) το επισημότατον τε και κάλλιστον, ούς και εί τις Ρωμέλληνας είποι, καλώς αν είποι» (10). Έπειτα από τα όσα ιστορικά στοιχεία παρέθεσα, γίνεται απόλυτα κατανοητό, πως για τον μεσαιωνικό Έλληνα, οι όροι «Ρωμαίος», «Έλληνας» και «Γραικός» ταυτίζονταν, χωρίς αυτό να του δημιουργεί πρόβλημα συνείδησης σχετικά με την εθνική του ταυτότητα. Γίνεται επίσης σαφές, ότι ο όρος «Ρωμανία» ήταν σε πλήρη χρήση και πως ήταν αποδεκτός από όλους, ως το επίσημο όνομα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Άρα, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου, είναι σαφώς «Ρωμανία» και όχι «Βυζάντιο». Ήταν, όμως, για όλους έτσι; Από ό,σα αποδεικνύουν τα ιστορικά στοιχεία, δεν ήταν! Η αμφισβήτηση της «ρωμαϊκότητας» και κατ΄επέκταση του κληρονομικού δικαιώματος των Ελλήνων, επί του θρόνου του Μ. Κωνσταντίνου, μεθοδεύτηκε συστηματικά εκ μέρους των Φράγκων και του Πάπα, που βρίσκονται πίσω από την καθιέρωση, εκ των υστέρων, του όρου «Βυζάντιο» αντί για «Ρωμανία» για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Ας κάνουμε, λοιπόν, ένα τελευταίο συλλογισμό, που θα φωτίζει επαρκώς την αιτία αυτού του ιστορικού νεολογισμού, σχετικά με τον αδόκιμο και τεχνητό όρο «Βυζάντιο» και από ποια πιθανά κίνητρα να δημιουργήθηκε. «Σύμφωνα με τη ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός κατάλληλα «μετέφερε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητος του, του Καρόλου (σ.σ. του Καρλομάγνου)» (11). Στο εξής, και από την εποχή της στέψης του Καρλομάγνου από τον Πάπα, το 800 μ.Χ, ως Ρωμαίου αυτοκράτορα, αναδύεται η νέα διεκδικήτρια του θρόνου «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» των Γερμανών, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας οι δυτικοί να αρνηθούν, ότι υπήρχε ένας Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν με το να τον αποκηρύσσουν ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με το επιχείρημα, ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Τα στοιχεία αυτής της επιδιωκόμενης αποδόμησης είναι πολλά. Για παράδειγμα: Ο Πάπας Νικόλαος Α΄ έγραφε στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄: «Παύσατε να αποκαλείστε «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων», αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά τη γνώμη σας» (12). Ανάλογα προκλητική ήταν και η στάση του Γερμανού Επισκόπου Λιουτπράνδου (Cremon Liutprand) (13,) που αποκαλεί τον Γερμανό Όθωνα τον Α’ με το προσωνύμιο: «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων), ενώ την ίδια στιγμή, ονομάζει τον Ρωμανό αυτοκράτορα ως: «Imperatore Grecorum ή Argivorum», δηλαδή (Αυτοκράτορα Ελλήνων ή Αργείων), με αποτέλεσμα να φυλακισθεί για ένα διάστημα στην Πόλη. Επίσης τον 11ο αιώνα, ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσα, σε επιστολή του στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, τον αποκαλεί «REX GRAECORUM», δηλαδή «ΒΑΣΙΛΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ». Με την ιδιότητα του Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο Γερμανός Φρειδερίκος ζητούσε από τον Μανουήλ, ως Έλληνα βασιλιά, να του αποδώσει την οφειλόμενη υπακοή (14). Διαπιστώνουμε, λοιπόν, την διπλή αιτία της εχθρότητας, που δεν είναι άλλη από την προσπάθεια σφετερισμού εκ μέρους των δυτικών, της ρωμαϊκής κληρονομιάς της Κωνσταντινούπολης και της διακαούς επιθυμίας του Πάπα, να αναγνωριστεί το Πρωτείο του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό που απομένει, είναι να δούμε με ποιον τρόπο επιχειρήθηκε αυτό. Κατά αρχήν, εγκαταλείποντας τελικά την Κωνσταντινούπολη στο έλεος των Οθωμανών, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα και την ανεκπλήρωτη υπόσχεση βοήθειας (15). Στη συνέχεια, 104 χρόνια έπειτα από την κατάρρευση της Πόλης και της Αυτοκρατορίας, το επίσημο όνομα «Ρωμανία» όλως τυχαίως παρακάμπεται, και αντί αυτού, εμφανίζεται στην ιστορία ο όρος «Βυζάντιο». Γιατί όμως; Τολμώ να πω, εξαιτίας μιας σκόπιμης παραποίησης και απόπειρας διαγραφής και κατά συνέπεια μιας συσκότισης της ιστορικής αλήθειας. Στην πραγματικότητα, ο όρος «Βυζάντιο», είναι ένας νεολογισμός μιας ιστορικής κατά τα άλλα αυθαιρεσίας, τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1557 για πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), αλλά και άλλοι αργότερα ανθρωπιστές, όπως ο Γάλλος λόγιος και εκδότης, Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός Κάρολος Δουκάγγιος, και τον 18ο αιώνα ο Γάλλος Μοντεσκιέ, κ.α (16). Ανθρωπιστές και Διαφωτιστές, εκτός ελαχίστων, επί το έργον της αποδόμησης της Ελληνικής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Όταν έπειτα από την Εθνική μας Επανάσταση, το νεοσυσταθέν κράτος έπρεπε να ονομαστεί, επιβλήθηκε όχι τυχαία, το όνομα Ελλάδα και Έλληνες. Όχι επειδή τα ίδια δεν είναι απολύτως ελληνικά και αγαπητά σε όλους, αλλά περισσότερο, διότι κανέναν από τους δυνατούς δε συνέφερε η αναγέννηση ενός κράτους με το όνομα «Ρωμανία», ως διάδοχη πολιτική οντότητα της βιαίως διακοπείσας Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος λαός είμαστε άλλωστε. Για αυτό, ονόματα όπως «Ρώμη» και «Ρωμανία», υιοθετήθηκαν από τον λαό και ως ανάμνησή τους μένουν και σήμερα ακόμη οι όροι «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη». Πίσω όμως, από τον προβαλλόμενο ρομαντισμό και την εξειδανικευμένη εικόνα των Ευρωπαίων σχετικά με την αρχαία Ελλάδα και τη δήθεν αναγέννηση της, υπήρχαν πιστεύω, άλλα κίνητρα και υπολογισμοί, που είχαν ως κύριο σκοπό τους, να ιδρύσουν ένα κρατίδιο μέχρι την Λαμία και τον Βόλο. Το όνομα Ελλάδα ταίριαζε καλύτερα σε μια τέτοια προοπτική, μιας και η φυλή των Ελλήνων κατοικούσε στην ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας. Όμως, το όνομα «Ρωμανία»;; Αυτό, ήταν πολύ διαφορετικό! Αυτό, από μόνο του, θα συμβόλιζε πολλά περισσότερα πράγματα! Θα έκφραζε περισσότερες απαιτήσεις και θα ξύπναγε συνειδήσεις και πόθους. Θα έκφραζε την επιθυμία αποκατάστασης της διαταραγμένης συνέχειας της ιστορικά ελεύθερης ύπαρξης μας. Θα προκαλούσε εντάσεις και θα πρότασσε δικαιώματα. Έτσι, απορρίφθηκε. Μάλιστα, επειδή η Ορθοδοξία είχε άμεση ιστορική και θρησκευτική συνάφεια με την Αυτοκρατορία, της οποίας εξακολουθεί να είναι το μόνο ζωντανό μέρος, θεωρήθηκε πως θα έπρεπε και αυτή επίσης να απαλειφθεί, ή τουλάχιστον να περιοριστεί ή να «μεταρρυθμιστεί», ώστε να διασφαλιστεί η καταστολή και η πλήρης ιστορική αμνησία. Από την Βαυαροκρατία έως σήμερα, η Ορθοδοξία δέχεται έσωθεν και έξωθεν βολές και σκληρή κριτική. Λίγες φορές δίκαια και πολλές φορές άδικη. Αν κάποιος αμφισβητεί την τεράστια δύναμη που κρύβουν πίσω από το συμβολισμό τους τα ονόματα, αρκεί να σκεφτεί, για ποιο λόγο καταβάλλουν τα Σκόπια, επί τόσα χρόνια, τον άδικο αγώνα τους, προκειμένου να σφετεριστούν το όνομα της Μακεδονίας μας; Ταυτόχρονα, άρχισε εδώ και 200 χρόνια να προβάλλεται μετά επιμονής, ακόμη και στην Ελλάδα, ο όρος «Βυζάντιο», αντί του «Ρωμανία», που μόνο οι Πόντιοι ακόμη τον χρησιμοποιούν στα πονεμένα τραγούδια τους. Έτσι, λοιπόν, «γράφεται» η ιστορία. Για αυτό δολοφονούνται άνθρωποι σαν τον Ρήγα Φεραίο και τον Καποδίστρια. Έτσι, καταστέλλονται οι εθνικοί πόθοι των λαών, και έτσι ναρκώνεται η εθνική τους συνείδηση, ώστε να είναι εύκολα χειραγωγήσιμοι και βολικοί. Ιδίως μετά από τη Μικρασιατική καταστροφή, που ήταν και η «ταφόπλακα» του πόθου της εθνικής μας ολοκλήρωσης. Όμως, όπως βλέπουμε στην εποχή μας, οι «παλιές» ιδέες και τα «όνειρα», δεν πεθαίνουν ποτέ και ας δίνουν άλλη εντύπωση. Εξακολουθούν ακόμη και σήμερα, να είναι ζωντανά κάτω από την παραπλανητική αμφίεση της σύγχρονης φαινομενικότητας. Και σήμερα η Γερμανία, εξακολουθεί να προσπαθεί να εκπληρώσει το όραμα της Καρολίγγειας, Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και το έχει σχεδόν καταφέρει να ηγεμονεύει στην οικονομία της Ευρώπης και στη δική μας. Και σήμερα η Ελλάδα παλεύει με τα θεριά. Σκεφτείτε, πως και γιατί, οι παλαιότεροι λαοί της Αυτοκρατορίας, έχουν ακόμη και σήμερα στις σημαίες τους τον Δικέφαλο Αετό της Αυτοκρατορίας, και γιατί η Βλαχία πήρε το όνομα Ρουμανία, ενώ θα έπρεπε κανονικά να λέγεται Δακία. Οι λαοί, έχουν όνειρα, εθνικούς πόθους και οράματα, που κοιμούνται μέσα στο συλλογικό τους υποσυνείδητο, αναμένοντας την θεία σπίθα της αφύπνισης. Ακόμη και αν γίνεται προσπάθεια να καταπνιγούν, αυτά τελικά ανασταίνονται. Όλα είναι ζωντανά και όλα κινούνται μέσα στους κύκλους της ιστορίας, όπου 200, ή και 600 χρόνια, πολύ συχνά δεν είναι τίποτα. Μοιάζουν, μόλις σαν χθες… Παραπομπές-σημειώσεις: 1. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. 2. «Γράφεις στο γράμμα σου ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει… ότι, λοιπόν, από τον δικό μας γένος άνθησε η σοφία και τα αγαθά της και διεδόθησαν στους άλλους λαούς, αυτό είναι αληθινό. Αλλά πως συμβαίνει να αγνοείς, ή αναφέρεται δεν τον αγνοείς πως και τον απεσιώπησες ότι μαζί με την βασιλεύουσα Πόλη και η βασιλεία σε αυτόν τον κόσμο κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο όποιος εδέχθη την κλήση από τον Χριστό και κυβέρνησε με σεμνότητα και τιμιότητα; Υπάρχει μήπως κανείς που αγνοείς ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής (σ.σ. του Μ. Κωνσταντίνου) πέρασε στο δικό μας γένος κι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοι του; Απαιτείς να μην αγνοούμε τα προνόμια σου. Κι εμείς έχουμε την αντίστοιχη απαίτηση να δεις και να αναγνωρίσεις το δίκαιο μας, όσον άφορα την εξουσία μας στο κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, τον όποιο αρχίζει από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έζησε επί χίλια χρόνια, ώστε έφθασε μέχρι και την δική μας βασιλεία. Οι γενάρχες της βασιλείας μου από τις οικογένειες των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην αναφέρω τους άλλους, κατάγονται από ελληνικά γένη. Αυτοί λοιπόν οι ομοεθνείς μου επί πολλούς αιώνες κατείχαν την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη. Και αυτούς η Εκκλησία της Ρώμης και οι προϊστάμενοι της τους αποκαλούσαν Αυτοκράτορες Ρωμαίων… Διαβεβαιούμε δε την αγιότητα σου και όλους τους Χριστιανούς ότι ουδέποτε θα παύσουμε να αγωνιζόμαστε και να πολεμούμε κατά των κατακτητών τής Κωνσταντινουπόλεως θα ασεβούσαμε και προς τους νόμους της φύσεως και προς τους θεσμούς της πατρίδος και προς τους τάφους των πατέρων μας και προς τους ιερούς ναούς του Θεού, εάν δεν αγωνιζόμασταν γι’ αυτά με όλη μας την δύναμη… Έχουμε μαζί μας τον δίκαιο Θεό, ο όποιος βοηθεί τους αδικουμένους και αντιτάσσεται στους αδικούντας…» 3. Ιωάννης Βατατζής, “Unpublished Letters of Emperor John Vatatzes”, Athens I, σ.369 – 378, (1872) 4. Νικήτας Χωνιάτης “The Sack of Constantinople”, 9 ’¦Å, Bonn, σ.806 5. Nicephorus Blemmydes, “Pertial narration”, 1, 4 6. Theodore Alanias, “PG 140, 414″ 7. Ιωάννης Κατακουζηνός, “History”, 8. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, “History I”, 6 ’¦Å’¦Å 9.Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός “Paleologeia and Peloponessiaka”, σ.247 10. Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια, τομ. Γ’, σελ. 152 11. Πάπας Ιννοκέντιος, “Decretalium”, “Romanourm imperium in persona magnifici Caroli a Grecis transtuli in Germanos.”, 12. Epistola 86, of year 865, PL 119, 926Ο 13. Liutprand, “Antapodosis”. Ο Λιουτπράνδος επιπρόσθετα, κατηγορεί το Βυζάντιο ότι δεν τηρεί τη ρωμαϊκή παράδοση (ήθη, έθιμα, λατινική γλώσσα) και βρίσκεται μακριά από εκείνα τα οποία επιτάσσει αυτή. Ακόμη, το γεγονός ότι δεν συγκαλούνται σύνοδοι στη Δύση αποδεικνύει ότι εκεί τηρούν τις χριστιανικές διδαχές και δεν παρεκκλίνουν σε αιρετικά κηρύγματα. Επιπλέον, αντικρούει τις ερμηνείες των Βυζαντινών σχετικά με τις προφητείες που κυκλοφορούν με το να υποστηρίζει ότι αναφέρονται στην τελική νίκη του Δυτικού αυτοκράτορα (και όχι του βυζαντινού), ο οποίος πρεσβεύει το Δίκαιο. 14. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Georg Ostrogorsky, εκδόσεις Βασιλόπουλος, τόμος 3, σελ. 59. 15. Μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς από τη στάση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ (1198-1216), όταν μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους Έλληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας». Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως». «Ιστορία των Σταυροφοριών», Σερ Στήβεν Ράνσιμαν. 16. Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), Βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ (1607-1667), ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: “De Byzantinae historiae scriptoribus…”. Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» επινοήθηκε και διαδόθηκε από Γάλλους ανθρωπιστές σαν τον Montesquieu, μία σημαντική μορφή της διανόησης του 18ου αιώνα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας του γόνιμου έργου “Το Πνεύμα των Νόμων” που τόσο πολύ ενέπνευσε τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύνταξη του Αμερικανικού Συντάγματος. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα «Ελληνική» ή «Ρωμαϊκή». Από το αρχαίο όνομα «Βυζάντιον», ο Montesquieu χρησιμοποίησε τη λέξη «Βυζαντινή» Γράφει ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος (ΑΠΕΛΛΗΣ) ksipnistere Αν σας άρεσε το θέμα κάντε ένα "Like" και κοινοποιήστε το στους Φίλους σας...!
The continuity of Byzantine music throughout the centuries has been preserved due to its long and uninterrupted oral and written tradition.
The team reached the USS Johnston, a U.S. Navy destroyer that sank on Oct. 25, 1944.
Από τη σημερινή μέρα ξεκινούν τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τύπος του Κυρίου μας Ιησού είναι ο πάγκαλος Ιωσήφ που σήμερα επιτελούμε (α) την ανάμνησή του. Ήταν ο μικρότερος γιός του Πατριάρχη Ιακώβ και ο πιο αγαπητός. Όμως φθονήθηκε από τα αδέλφια του και αρχικά τον έριξαν σ' ένα βαθύ λάκκο και εξαπάτησαν το πατέρα τους χρησιμοποιώντας ένα ματωμένο ρούχο ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Στη συνέχεια τον πούλησαν για τριάντα αργύρια σε εμπόρους, οι οποίοι τον ξανά πούλησαν στον αρχιμάγειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πετεφρή. Ο Ιωσήφ ήταν πανέμορφος και τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του Πετεφρή, που θέλησε να τον παρασύρει σε ανήθικη πράξη βιαίως. Μόλις εκείνη έπιασε τον Ιωσήφ, εκείνος άφησε στα χέρια της το χιτώνα του και έφυγε. Εκείνη από το θυμό της τον συκοφάντησε στο σύζυγό της, ότι δήθεν αυτός επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστεψε και φυλάκισε τον Ιωσήφ. Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν εξηγητή. Με το φωτισμό του Θεού, μόνο ο Ιωσήφ μπόρεσε να το εξηγήσει. Ότι θα έλθουν στη χώρα του επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και πείνας. Ενθουσιάσθηκε ο Φαραώ από τη σοφία του και τον έκανε γενικό άρχοντα, σαν πρωθυπουργό. Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια της πείνας όλο το λαό. Με αφορμή η διανομή του σιταριού, φανερώθηκαν τ' αδέλφια του που τον είχαν φθονήσει. Εκείνος δεν τους κράτησε κακία, αντίθετα τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς. Αυτός λοιπόν αποτελεί προ-εικόνιση του Χριστού, διότι και Αυτός, αγαπητός γιός του Πατέρα, φθονήθηκε από τους ομοφύλους Του Ιουδαίους, πουλήθηκε από το μαθητή Του για τριάντα αργύρια και κλείσθηκε στο σκοτεινό λάκκο, τον τάφο. Την ίδια μέρα (β) μνημονεύουμε και τη άκαρπο συκή, την οποία καταράστηκε ο Κύριος και ξεράθηκε αμέσως. Συμβολίζει τόσο τη Συναγωγή των Εβραίων, η οποία δεν είχε πνευματικούς καρπούς, όσο και κάθε άνθρωπο που στερείται πνευματικών καρπών, αρετών. Έδειξε ο Κύριος τη δύναμή Του στο άψυχο δένδρο και ποτέ πάνω σε άνθρωπο, για να δείξει ότι δεν έχει μόνο δύναμη να ευεργετεί, αλλά και να τιμωρεί. Η υμνογραφία αναφέρεται σήμερα στα δύο παραπάνω θέματα, αλλά και επί πλέον στο θέμα της πορείας του Κυρίου προς το Πάθος. Από το τροπάριο: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...» οι ακολουθίες της Μ. Δευτέρας έως Τετάρτης λέγονται και «Ακολουθίες του Νυμφίου». Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ἰδοῦ ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς. Κοντάκιον. Ἦχος πλ.δ’. Ὡς ἀπαρχὰς της φύσεως. Ὁ Ἰακὼβ ὠδύρετο, τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν· καὶ ὁ γενναῖος ἐκάθητο ἅρματι, ὡς βασιλεὺς τιμώμενος· τῆς Αἰγυπτίας γὰρ τότε, ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας ἀντεδοξάζετο, παρὰ τοῦ βλέποντος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον. Πηγή: https://www.synaxarion.gr/gr/sid/3029/sxsaintinfo.aspx http://pirforosellin.blogspot.gr/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος (link). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
The largest and most important monastic state in the Orthodox East is also named ‘the garden of the Virgin Mary’, laying claims to be the best cultural tour in northern Greece
Tumblr Blog
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος, ἀνιψιὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Ἀγρίππα. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη μὲ τοὺς στρατιῶτες του Εὐτρόπιο καὶ Κλεόνικο († 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τελειώθηκαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ κακοπαθήσεις, θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστὸ, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ θὰ ἦταν μέγας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὸς ὅμως εἶχε λάβει τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανὸς, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλές. Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος πέτυχε, χάρη στὴν εὔνοια τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν φύλαγαν, νὰ μεταβεῖ στὸν οἶκο του, νὰ παρηγορήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς του καὶ νὰ τοὺς συστήσει ἐμμονὴ στὴ Χριστιανικὴ πίστη. Ὅταν πληροφορήθηκε τοῦτο ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα ποὺ ἔφεραν ἐσωτερικὰ καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στὰ Κόμανα. Ἐρχόμενος πρὸς τὸν ἡγεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν τὸν ἔδεσαν σὲ ξερὸ πλάτανο, γιὰ νὰ γευματίσουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διὰ τῆς προσευχῆς του, πέτυχε νὰ ἀναβλαστήσει ὁ πλάτανος καὶ ἀπὸ τὴν ρίζα του νὰ ἀναβλύσει μικρὴ πηγή. Ἀφοῦ εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες, θαύμασαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστό. Ὅταν ἔφθασε στὰ Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ Ἀγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τὸν Βασιλίσκο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, ἐλπίζοντας ὅτι τὸ ἐπίσημο περιβάλλον θὰ τὸν ὠθοῦσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Βασιλίσκος ὅμως μὲ θερμὴ προσευχὴ πέτυχε τὴν πτώση καὶ συντριβὴ τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἀγρίππας διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμό. Χριστιανοὶ τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τὸ τίμιο σκήνωμα κρυφὰ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια. Ἀργότερα, ἀπὸ τὸν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μάρτυρος, στὸν ὁποῖο κατετέθησαν καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελών, στρατιώτης εὐκλεής, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα. Μεγαλυνάριον. Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας. Πηγή: https://www.synaxarion.gr/gr/sid/3313/sxsaintinfo.aspx http://pirforosellin.blogspot.gr/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος (link). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
en.wikipedia.org/wiki/Florence_Baptistery
Examples of Byzantine mosaic design and ornament
By George E.Georgas It is wrong to believe that the Eastern Roman warriors have only scale mails or lamellar armors or chain mails. On the one thousand years of this empire, the Byzantine warriors …
What Is the Orthodox Church? a) Fr. Andrew Stephen Damick youtu.be/95P744siC7U b) The Beauty and Significance of Icons youtu.be/fJsBqWSRFQ8 Byzantium The Lost Empire full documentary by John Romer www.youtube.com/watch?v=ASGvE_A3wB0&t=2s …
Rare Byzantine manuscripts, ivory and frescos from where we can see the warfare, the type of armors and weapons of medieval Greeks. All the imagies are from the ‘Byzantine Military History’ Academy…
HARZEMŞAHLAR STATE Establishment of the Harzemşahlar State Considered the ancestor of the Harzemshah State, Anuş Tigin was taken as a prisoner by Bilge Tigin, one of the Seljuk Emir, as a Turkish youth from Harezm and started to receive education and training in the Seljuk Palace. Anuş Tigin, who worked as a servant in the Seljuk Palace, rose to the task of Taştdar in time and started to work as a pitcher for the Sultan to take ablution and wash his hands. The palace duty, which started with pitcher, continued with the rise of the state in time. With his success in state affairs and his intelligence, he was appointed governor of Harezm, where he was taken captive by Bilge Tigin at a young age (1092). After this date, the Harezm governors, who would become the future sultans of the Harzemshah State, were descended from Anush Tigin. For this reason, Anuş Tigin is considered to be the founder of the Harzemshah State and the ancestor of the sultanate. Harezm region was governed by governors as a province affiliated to the Great Seljuk State. However, the Seljuk State was divided and weakened in 1092. As a result of the divisions, the Great Seljuk State, which continued its dominance in the Iraq-Iran line, was ruling this region from a distance with the governor it appointed in the Harezm region. After the Anuş Tigin period, the administration of the Harezm continued from the Anuş Tigin lineage, and as a result of this, the Anuş Tigin family ruled the Harezm region with its reign and laid the foundations of the Harzemshah state. Anuş Tigin successfully fulfilled his duty as the governor of Harezm and gained the respect and obedience of his people by adhering to the Great Seljuk State, which was going through difficult times. Seeing this, Seljuk Sultan Sencer appointed his son Kudbeddin Muhammed as the governor of Harezm after the death of Anuş Tigin (1097). The Period of Kudbeddin Muhammad (1097 - 1127) After the death of Anuş Tigin, Kudbeddin Muhammed, who was appointed as the governor of Harezm by the Seljuk Sultan Sencer, grew up in the Seljuk Palace like his father, received the sciences of palace dressing and state administration, and rose with his success as his father. Kudbeddin Muhammed, who was appointed as the governor of Harezm upon the death of Anuş Tigin, gained the respect and dignity of the people of Harezm by treating his people fairly and fairly. With this haze, the notables of Harezm started to see Kudbeddin Muhammed as an undisputed leader. The trade that developed with the Seljuk State also developed the people of Harezm economically, and the people of Harezm, who lived a prosperous life, remained loyal to their governor Kudbeddin Muhammed. The Great Seljuk State, which was going through difficult times in the period of Kudbeddin Muhammed, was ruling the Harezm region from a distance due to the political manifestations in the region, and Kudbeddin Muhammed, a loyal governor, who was a proved of age and undertook the administration of the Harezm region without direct instruction from the central administration. Hence, the Harezm region was administered semi-independently, but remained under the Great Seljuk State. Kudbeddin Muhammed successfully fulfilled this duty for a long time like 30 years and passed away in 1127. The Seljuk Sultan Sencer appointed Atsız, the son of Kudbeddin Muhammed, who was also educated in the palace, as the governor of Harezm, as expected. The Horseless Period (1127 - 1156) Atsız grew up in the Seljuk Palace like his father and grandfather, and proved his age in order to be employed in high positions with his education in science and state affairs. So much so that, due to his success and loyalty, he had the favor of Sultan Sencer himself. In this respect, Atsız, who was appointed as the governor of Harezm instead of his father Kudbeddin Muhammed, gained the long-standing loyalty and respect of the people of Harezm and was welcomed as a respected leader just like his father and grandfather. In addition to his successful statesmanship, Atsız, who was a powerful commander, had a great share in many successes by taking part in the army of Sencer with the army he formed in Harezm. Although Atsız had the title of governor, the people of Harezm showed high loyalty and loyalty to the lineage that they ruled for 35 years from the Anush Tigin period, and with this chastity they saw himself not only as a governor, but as an undisputed leader and sultan. Moreover, his father Kudbeddin Muhammed started to act semi-independently with his loyalty to the Seljuk Sultan and the trust felt towards him. In this respect, he himself had very high powers in the administration of the Harezm region. However, Asız, like his father and grandfather, did not remain unconditionally loyal to the Seljuk Sultan and intended to act independently and even oppose the Seljuk Sultan. As a result of this independence movement, which he embarked on in order to benefit from the weakening of the Great Seljuk State by taking advantage of the loyalty of the people of Harezm to him, he attacked Cend and Mangışlak regions with his forces and included them in the domain of rule. Atsız's autonomous act made Sultan Sencer very angry. When Sencer criticized and warned him, he abolished his loyalty to the Great Seljuk State and declared himself Sultan as a result of the friction that arose. This act of Atsız meant the actual establishment of the State of Harzemshah (1138). Sultan Sencer personally took charge of his army and marched on Atsız in order not to lose the dominance of the Harezm region in the face of Atsız's action. Atsız's first attempt for independence failed. Although the Great Seljuk State was weakened and was going through difficult times, Sultan Sencer took over the army and defeated the armies of Atsız and re-annexed the Harezm region. He returned to Merv by appointing Suleiman Bin Muhammad as governor instead of Atsız. Sultan Sencer had to retreat to Khorasan upon the siege of Merv. Atsız also attacked Nishapur in order to consolidate his victory and took it under his control (1142). He gave sermons to his name in order to consolidate his rule and began to see himself as the ruler of the Great Seljuk State. Sultan Sencer strengthened his army and power and reappeared during his stay in Khorasan. Atsız left Merv, fearing Sencer's forces and declared his loyalty to Sultan Sencer again. Atsız tried to defeat Sencer whenever he had the opportunity, and when he failed, he tried to make peace by declaring his loyalty. In order to eliminate this problem completely, Sencer refused to accept the loyalty of Atsız and attacked the city of Harezm. When he conquered the Hazarasp castle, the most strategic point of the Harezm, the fall of Gürgane, the center of Atsız's reign, and the victory of Sencer became inevitable. Atsız declared his loyalty to him and offered to make peace. When Sencer did not accept this offer, one of the respected clergymen of the Khorezm region asked him not to shed Muslim blood and returned to accept Atsız's devotion. Atsız was once again defeated by Sencer and declared his loyalty and managed to keep the administration of the Harezm region. Atsız was not subjected to the Seljuk Threat for a long time after Sencer's last attack. Because Sultan Sencer had to struggle with other problems of his state and the administration of the Khwarezm region continued its existence de facto independently, although it was not recognized by Sencer. Atsız passed away in 1156 and was replaced by his brother's son İlarslan. İlarslan Period (1156 - 1172) Atsız succeeded his uncle Atsız as heir but the sons of Atsız and his rivals who could claim rights in the sultanate were in a position to threaten the sultanate. To remove these dangers, he eliminated all his rivals by killing his uncle and his brothers. The sovereignty of Ilarslan was recognized by the Great Seljuk State Sultan Sencer. Because the Seljuk State was having a hard time, Sencer could no longer control the Harezm region. Having survived the Seljuk threat, İlarslan has now made the Harzemshah State indisputable and fully independent. The Great Seljuk State was weakened, and the Seljuk Sultan Sencer was quite old. Despite everything, the presence of Sencer was an obstacle to the growth of the Harzemshahs. Because the Rearing of the Harzemşahs was possible after the death of Sultan Sencer. The Great Seljuk State, which had already been weakened when Sencer passed away in 1157, disappeared from the stage of history. The domains of the Great Seljuk State began to come under the control of the Harzemshahs, who saw themselves as the inheritors of the Great Seljuk State. First of all, the Eastern Iran region and the immediate surroundings of the Khwarezm region came under the control of the Harzemshah State. Later, Atsız strengthened the state organization in the regions he conquered and the sovereignty of the regions he conquered, and turned the State of Harzemshah into a fully prosperous empire. The Harzemshahs had become an empire that had proved its worth as a fully independent and powerful authority in its region. Atsız expanded the borders of the Harzemşahlar State and took Tus, Bistam and Damgan regions under his rule (1170). Atsız had enabled the Harzemşahs to rise and become stronger, but the Karahitaylar threat in the east did not allow the state to become stronger. Atsız, who had to pay taxes to the Karahitay and was worried about the possible threat of Karahitay, declared that he would not pay taxes to the Karahitay ambassador who came to collect taxes after completing his preparations in the army and when he was ready to fight against the Karahitay. The Karahitays attacked as expected and set out for Nishapur. When Atsız, who was difficult to fight against the people of Karahitay in terms of his military power, turned the route to be attacked by the Karahitayli into a swamp with floods, they had to stop the attack and return. Atsız had not been able to defeat the Karahıtaylılar, but still had eliminated the Karahıtay threat in a while. Atsız passed away shortly after this incident. After the death of Atsız, sultanate struggles started. Alaeddin Tekiş Period (1172 - 1200) Tekish, the heir to the sultanate, was located outside the city of Nishapur. His younger son Sultan Shah took this opportunity and declared himself the Sultan of the Harzemshahs and the Great Khan. Tekiş, the eldest son of Atsız, did not accept his brother's sovereignty, but it was not possible for him to fight alone against Sultan Shah, who took the royal army behind him because he acted first. He sought support from his ancient enemies, the Karahitay, to depose his brother. Karahitays, who had hostile aspirations on the Harzemşahs, would of course take this opportunity. Tekiş, who took the head of the army sent by the Karahitans for support, entered Nishapur and dethroned his brother and declared himself Sultan by taking the position of sultanate. Sultan Shah could not resist the Karahitay army and had to flee from the city. After a year or so, Sultan Shah, who entered into a sultanate struggle again, agreed with Ayaba, the deputy ruler of the Iraqi Seljuks, and entered Nishapur to take Tekish again. This attempt of Sultan Shah failed and Ayaba was killed in battle. Sultan Shah gave up the sultanate and fled to Dihistan (1174) The areas of domination of the Iraqi Seljuks, who continued their existence in the geography dominated by the Great Seljuk State, were included in the borders of the Harzemshah State (1194). After this victory, the Harzemshahs reached the widest borders of their history and became dominant in Iraq, Iran and Khorasan regions. Tekiş Khan, after assuming the guardianship of the Caliph, slowed down his expansion policies and concentrated on this task and spent his remaining life serving the Caliphate. When he passed away in 1200, his son Muhammad replaced him. Alaeddin Muhammad Period (1200 - 1220) When Muhammad Khan took the throne of the Harzemshahs upon the death of his father Tekiş Khan, the groups who wanted to gain their independence rebelled as in every reign. The first insurgents were the Guris living in large numbers in the Afghanistan region. Some Turkish principalities and owners followed them. Muhammad, who had to protect his sultanate and authority, first neutralized the small meliks and principalities. Even though he could not go on the rebelling Gur, he entered Harat upon the death of the Gur sultan and he confirmed his rule here (1207). Muhammad Han had eliminated the internal unrest, but the Karahitay people who were eliminated during the Tekish period got stronger and started pillaging activities in the regions under the control of the Harzemshahs. He attacked the Karahitay people who were in control of Bukhara and took this place under his control (1207). The people of Karahitay, who threatened the Turkish Yurts for almost 200 years, could not be successful against the Harzemshahs and were exposed to the Mongol invasions led by Genghis Khan rising from the east. When the Naymans who escaped from Genghis Khan's armies attacked the regions under the control of the Karahitay people, the Karahitay people, who were weakened, had to accept the domination of the Harzemshahs with the defeat of Bukhara (1212). Muhammed Han, who got stronger with the disappearance of the danger of the people of Karahitay, took Ghazna under his control in 1215 and left it to his son Celaleddin and returned to Harezm. The Azarbajian and Persian atabeys of Sassanid origin, who lost their domination area during this period, became stronger and became the border neighbors of the Harzemshahs. When Muhammad Khan, who wanted to expand his borders to the Azarbeycan line, was defeated as a result of this expedition in heavy winter conditions, difficult times began for the Harzemshahs (1217). Weakening and Destruction of Harzemşahs The threat of Karahitayli, which had been going on for 200 years, has now disappeared, and the Mongolian originated Karahitay people have become subjects of the Harzemshahs. However, a greater Mongol Threat, advancing westward behind the Qarahitay people, arose. The Mongols, united under the leadership of Genghis Khan, first conquered China and then headed west with great brutality, plundering and plundering every city they encountered. Muhammed Han understood that he could not resist the Mongols and had good relations by improving his trade relations. However, these good relations, which could last for a few years, broke down after the appearance of one of the spies that Genghis Khan sent along with the trade caravans to the region of the Harzemshahs. Genghis Khan's strategies formed a whole, not only on the battlefield, but with espionage activities before and after the war. Using the trade agreements made with the Harzemshahs, he was collecting information from the spies he served in trade caravans, and these spies and Harzemshahs were buying government officials by promising bribes and benefits. When one of these spies was caught in Harezm, the Governor of Harezm İnalcık sent the caravan that was spying, burned the beards of the spies and sent it back. As a result of this event, which is known as the Otrar Case in history, the good relations between the Harzemshahs and the Mongols came to an end. This movement of İnalcık would undoubtedly attract the anger of Genghis Khan and spoil the good relations developed with the Mongols. However, it was known that the Mongols would attack the Harzemshahs in any case. Genghis Khan sent his envoy, demanding the compensation of the goods and the delivery of Inalcık, the governor of Harezm. When Muhammad Khan refused this request of Genghis Khan, the Mongol Invasion began, which prepared the end of the Harzemshahs (1219). Genghis Khan, who set off with a huge army of 200 thousand people, took the cities in front of him under his feet and burned and started to advance towards the lands of Harezm. In a short time, Bukhara, Samarkand, Otrar, Sığnak, Berakend and Hocend were invaded by the Mongols. Trying to wear off the crowded Mongolian army with hit-and-run tactics, Mohammed Khan was defeated in his last fight and fled to an island in Abiskun. The Harzemshahs were destroyed, unable to resist the Mongol invasions. He had to retreat in the Northern Iran, Khorasan and Ghazna regions he controlled. Since there was no ruler at the head of the state, the rebels in Iraq and Baghdad regions claimed the authority of the Harzemshahs in the region and the Harzemshahs wiped out the state of history. When Muhammad Khan, who escaped after the Mongolian defeat, passed away in 1220, his son Celaleddin took the seat of the sultanate left from his father ... Celaleddin Period (1220 - 1231) Celaleddin took over the Harzemshah State, which had become a great Empire, in a despicable and devastated state. His father, Muhammed Han, declared his elder son Uzluğşah as heir. For this reason, the commanders of the Harzemshah army and the notables of the state supported his brother Uzluğşah to become the ruler. Celaleddin transferred from Gazne to Ürgenç, which was given to him in order to become the sultanate left from his father. However, when the armies of Genghis Khan's sons Çağatay and Ögeday besieged Ürgenç in 1221, instead of fighting with the Mongol Army, they went to Afghanistan with the thought that the army commanders might betray them because they supported his brother Uzluğşah. From there, he went to Gazne and prepared to fight against Genghis Khan's armies with the army he had formed. Celaleddin Harzemşah prepared an army of 30 thousand people in Gazne and started a fight with the army of Kutugu Noyan, one of the powerful commanders of Genghis Khan, and once again won against the Mongols. Celaleddin Harzemshah ended the invincibility of Genghis Khan's army with successive victories against the Mongols and became the only ruler and commander who could win against the mighty Mongol Army. REFERENCES Kafesoğlu, İbrahim; Harezmşahlar State History (485-618 / 1092-1221), AKDTYK-TTK, Ankara 1992, p. 318 + 1 Map. Necip Asım (Unhappy); Celâlüttin Harezemşah, Ministry of National Education, Istanbul 1934, p. 160. Taneri, Aydin; Celâlü'd-din Hârizmşâh Ve Zaman, T.C. Ministry of Culture, Ankara 1977, p. 208.
Cataphract Cavalry used at Callinicum Both the Persian Sassanid (above) and the Eastern Roman Empires used highly trained Cataphract armored horse archers. These highly mobile troops would let fly a deadly barrage of arrows into an enemy to break up their formation and then charge in for the kill. The Battle of Callinicum (April 19, 531 AD) was the last of a series of battles between the armies of the Eastern Roman Empire and the Sassanid Persian Empire in the Iberian War that lasted from 526 – 532 AD. The Iberian War After the Anastasian War, a seven-year truce was agreed on, yet it lasted for nearly twenty years. Even during the war in 505, Emperor Anastasius I had already started fortifying Dara as a counter to the Persian fortress city of Nisibis for a looming conflict. In 524/525, the Persian shah Kavadh I (r. 488–531) proposed that Roman Emperor Justin I adopt his son, Khosrau I; the priority of the Persian king was to secure the succession of Khosrau, whose position was threatened by rival brothers and the Mazdakite sect. The proposal was initially greeted with enthusiasm by the Roman Emperor and his nephew, Justinian, but Justin's quaestor, Proculus, opposed the move. Despite the breakdown of the negotiations, it was not until 530 that full-scale warfare on the main eastern frontier broke out. In the intervening years, the two sides preferred to wage war by proxy, through Arab allies in the south and Huns in the north. Tensions between the two powers were further heightened by the defection of the Iberian king Gourgen to the Romans. According to Procopius, Kavadh I tried to force the Christian Iberians to become Zoroastrians, who in 524/525 under the leadership of Gourgen rose in revolt against Persia, following the example of the neighboring Christian kingdom of Lazica. Gourgen received pledges by Roman Emperor Justin I that he would defend Iberia; the Romans indeed recruited Huns from the north of the Caucasus to assist the Iberians. By 526-527, overt fighting between the two empires had broken out in the Transcaucasus region and upper Mesopotamia. The Iberian War saw the Persian and Roman Empires in a fight from the Caucasus to the upper Mesopotamia region. Battle of Callinicum The Byzantines’ eastern borders, especially the area of Syria and along the Tigris and Euphrates rivers, were under constant dispute with the Persians. One of the ways the Persians gave the Eastern Romans fits was raiding this disputed area during time of war. Generally, a substantial Sassanian military force – 10,000 to 20,000 men, usually all cavalry – would be sent into Byzantine territory to temporarily capture some forts, towns or cities, take any valuables they could carry, and beat a hasty retreat back to Sassanian territory. Usually by the time a sufficient Byzantine military response could be formed, the raiders slipped away with their loot. In April 531, a Persian force under Azarethes, numbering about 15,000 cavalry, with an additional group of 5,000 Lakhmid Arab light horse allies under their King Al-Mundhir, crossed the frontier at Circesium on the Euphrates and marched north. The Roman - Persian Wars For over 700 years, from 92 BC to 629 AD, the two great empires fought wars for the control of western Asia. As the Persians neared Callinicum in modern day Syria, Belisarius, who commanded the local Roman troops, set out to follow them as they advanced westwards. Belisarius was the Magister Militum per Orientum (the commander of all Roman forces east of Constantinople) reacted swiftly to the Persian thrust. Belisarius was riding the wave of a stunning victory over a Persian army twice his size at the Battle of Dara just a year before and was an experienced commander. Belisarius had gathered his forces, beginning his pursuit within days of the Persian crossing of the Euphrates. His force initially consisted of 5,000 Byzantine cavalry and 5,000 Ghassanid Arab light cavalry. Part of his army had been left to secure Dara and other border towns against Persian attack. Belisarius was expecting reinforcements as he continued shadowing the Persian raiders. After a few days, Belisarius received some reinforcements from nearby Roman provinces, as well as directly from the Byzantine capital. These men were led by Hermogenes, the Roman Emperor’s Magister Officiorum. The additional troops swelled Belisarius’ force to 9000 infantry, 12,000 Byzantine cavalry and the 5,000 Ghassanid light horsemen. At least two thousand of the troops were Isaurians under the command of Longinus and Stephanacius. The commanders of cavalry were all the same ones who had previously fought the Battle at Dara with Mirranes and the Persians, while the infantry were commanded by one of the body-guards of the Emperor Justinian, named Peter. Belisarius' army began to approach the invading Persians. Once word reached the Persians that it was Belisarius who was coming for them they immediately decided to retire back to Persia. Through a series of forced marches, Belisarius kept his men moving, barely missing contact with the fleeing Sassanid force on several occasions. At dawn on the morning of April 19 – the day before Easter – the Roman army came upon the Sassanids still encamped on the southern bank of the Euphrates, across the river from the town of Callinicum Kavadh I Persian King of Kings. Image of Kavadh I on one of his coins. General Belisarius was also not interested in a head to head fight with the fleeing Persians. He really had nothing to gain, and he also probably realized that his army was tired from the forced marches. In addition, the army was probably hungry from the enforced Holy Week fasting. Finally, the Persian camp was well fortified, with a defensive ditch as well as anti-cavalry caltrops sown around its perimeter. The Byzantine troops, however, were restless, and clamored for battle. The strategy of just pushing the Persians out of Roman lands did not sit well with many of the commanders, especially Hermogenes, who seems to have wanted to prove his bona fides as a military man. Perhaps the senior Roman officers wanted to punish the Persians for their incursion; or, maybe they were still flushed with the glow of victory from battles in the previous year. According to Procopius: “…the army began to insult [Belisarius], not in silence nor with any concealment, but they came shouting into his presence, and called him weak and a destroyer of their zeal; and even some of the officers joined with the soldiers in this offence…” Seeing that his men were determined to fight the Sassanians, Belisarius – against his better judgment – began deploying his army for battle. Events like this are recorded over and over. They show that military discipline was minimal if the troops, and even the officers, had no fear of their own generals. The Euphrates River Belisarius anchored his infantry on the river with an island mid-river in view and the Roman town of Callinicum on the far shore. The Byzantine left was anchored on the Euphrates River with the Roman town of Callinicum located just across the river. The Persian left mounted a strong attack on the 5,000 Ghassanid Arab light cavalry on the Roman right. The Ghassanids fled without firing a shot allowing the Persians to attack the rear of the Roman cavalry in the center. The Armies Meet at the Euphrates The two armies met outside Callinicum on 19 April 531. Both groups formed up differently. Belisarius chose an "odd" formation that confused his opposing general. In this case he anchored his left flank on the bank of the river with the Roman infantry and put the Ghassanid Arab allies on his far right flank on slopping ground. He then placed several ranks of Roman heavy cavalry, the armored cataphracts, in the center of the front line. By anchoring his infantry on the Euphrates perhaps Belisarius was trying to prevent his troops from being flanked by the more mobile Persians as well as creating a sense of security to any prevent panic. Most of these infantry spearmen would have worn metallic armor – at least the front few ranks – metal helmets and carried large shields, possibly with greaves to protect their legs. They were probably arranged 5 to 10 ranks deep. The remainder of the infantry consisted of 2,000-3,000 bowmen, likely lined up behind the spearmen, or possibly mixed in among them. All of the infantrymen, spearmen and archers, were armed with a sword as a secondary weapon, with the bowmen probably having a small round shield for more protection. Infantry Officer in the era of Justinian (6th century AD) The Roman cavalry in the center divided into three divisions. Next to the left wing he placed his limitanei cavalry; to their right were the comitatensis horsemen, then the limitanei cavalry. These units would have lined up 10 files deep in battle. The first two files would have been armed with lances and swords, the next two files with have been armed with bows and swords, and the remaining files would have had some bows, most probably were armed with javelins and swords. The lancers probably had the most metal armor, with helmets and small round shields, while the other men probably were limited to leather or padded armor. To the right of the cavalry was a 2,000-man contingent of infantry, newly raised by Hermogenes as he rode to link up with Belisarius. These men were not well trained, probably not well equipped, and armed with little more than javelins. Completing the Byzantine deployment, the 5,000-strong Ghassanid Arab horsemen were stationed on the upward sloping ground, guarding the army’s right flank. These men would be lightly armored, armed with light spears, javelins, swords and some bows. It is probable that lined up behind the Byzantine center was a 1,000-man reserve commanded by Belisarius and Hermogenes, consisting of their bucellari, their personal retainers. These men, sworn to the personal service of the general and the bureaucrat, would have worn the best armor possible, complete with small round shields, and probably greaves. However, they probably didn’t have any protection for their horses. These men were probably mostly Goths or Thracians. The Sassanid deployment is a bit simpler, but most of the Persian sources don’t give quite as much detail. The 15,000 Persian cavalry was divided into three divisions, placed on the right and center of their battleline, with their Lakhmid Arab allies on the left facing their traditional enemies the Ghassanids. The other 5,000-man Persian division was lined up behind the center as a tactical reserve. The sources stated that the Sassanid army was marching under a “royal standard,” probably meaning that these were the closest thing to “regulars” that the Persians had to offer. It can be further assumed that the majority of the army consisted of the elite riders of the Persians, the cataphracts: heavily armored, well-trained horsemen armed with lances, bows, and swords or maces. Their horses were also well-protected, and could logically be referred to as the “tanks” of the sixth century battlefield. These warriors probably comprised the front two or three ranks of each Persian division, with the remainder consisting of light Parthian or Hunnic horsemen armed with bows. The Persians usually fired their bows to disrupt their enemy’s formations, then sent the heavy horsemen in deep wedges to pound them into submission. 6th Century Roman Infantry For much of the day, the battle was a stalemate, with the Persians and Romans trading arrows and cavalry charges. The historian Procopius says the battle was exceedingly fierce and went on for hours. The arrows, shot from either side in very great numbers, caused great loss of life in both armies, while some placed themselves in the interval between the armies and made a display of valorous deeds against each other, and especially among the Persians they were falling by the arrows in great numbers. The Persians began a series of attacks along the Byzantine line, using the treasured tactic of attacking and feigning retreat in hopes of drawing out the Romans to pursue them. Apparently, the Romans’ discipline held fast. After several hours, probably now late afternoon, the Persians gathered their heavy cavalry into a single unit. They marched to attack the Roman right flank made up of some 5,000 Ghassanid Arab light cavalry. With the Persians approaching Procopius says the Arabs simply turned and fled the battlefield without even trying to fight. The entire Roman right wing had instantly vanished. The advancing Persians swung around and attacked the Roman center from both the rear and the front. At this point the Romans were exhausted by the long marches and the day long battle. Most of the troops rapidly left the battlefield right into the Euphrates River to try and take shelter on the islands offshore. But many other Romans stayed to fight. One was Ascan who, after killing many of the notables among the Persians, was gradually hacked to pieces and finally fell, and with him eight hundred others perished after showing themselves brave men in this struggle. Almost all the untrained militia-style Isaurians fell with their leaders, without even daring to lift their weapons against the enemy. The infantry commander Peter still had a large force available though most of his men had fled. Belisarius and his cavalry had been with Ascan. When that warrior and his men fell the general retreated to Peter's infantry phalanx. Belisarius commanded all his men to give up their horses and join the infantry to fight on foot. There would be no retreat from this spot. The Romans under Belisarius and Peter turned their backs to the river in what was probably a half circle so the Persians could not flank them. Belisarius' Shield Wall Holds Firm. Roman infantry re-enactors (above) do a shield wall to repel a cavalry attack. Belisarius and his men put their backs to the Euphrates River to form a phalanx of shields and spears to fight off the endless charges of the elite Persian cavalry units. The Persians attacked the Roman wall of shields again and again with no results. Belisarius and his smaller force was taking on the entire Persian army. Procopius reports that the Romans stood shoulder to shoulder in a tight formation with shields in an unyielding barricade. Every time the Persians attacked the Romans poured arrow fire into their ranks creating huge numbers of casualties and confusion. This last phase of the battle appears to have lasted for hours. The Persians did not give up their endless assaults on Belisarius until nightfall. Only then did the Persians withdraw to their fortified camp. Belisarius with a few men then found a small freight-boat and crossed to the island in the middle of the river that many other Romans had reached by swimming. On the following day many freight-boats were brought to the Romans from the city of Callinicus to ferry the remaining troops across the Euphrates. The Persians, after despoiling the dead, departed homeward. Exact casualties are not known, but both sides suffered badly in the encounter. And After the Battle The direct outcome of the battle was something of a stalemate; the Byzantine army had lost many soldiers and would not be in fighting condition for months, but the Persians had taken such heavy losses that it was useless as to its original purpose, the invasion of Syria. The leadership on both sides were unhappy with the battle results. Upon return, Emperor Kavadh I removed General Azarethes from command and stripped him of his honors due to the general's actions in the battle. When Belisarius returned to Constantinople, he was brought before a review board and dismissed from his position. Justinian's envoy, Hermogenes, visited Kavadh immediately after the Battle of Callinicum to re-open negotiations but without success. Justinian therefore took steps to bolster the Roman position, trying, at the same time, to engage Kavadh diplomatically. Kavadh died shortly afterwards, and in spring 532 new negotiations began between the Roman envoys and the new Persian king, Khosrau I, who needed to devote his attention to secure his own position. The two sides finally came to an agreement, and the Eternal Peace, which lasted less than eight years, was signed in September 532. Both sides agreed to return all occupied territories and the Romans to make a one-off payment of 110 centenaria (11,000 pounds of gold). The Romans recovered the Lazic forts, Iberia remained in Persian hands, but the Iberians who had left their country were allowed to remain in Roman territory or to return to their native land. Belisarius and his Staff (Johnny Shumates Portfolio) Persian Cavalry Reenactment Sassanid Persian Cataphract Sassanian Elite Savaran Persian Cavalry History of the Wars: Book I The Persian War By Procopius of Caesarea (AD 500 – c. AD 565) Procopius was with Belisarius on the eastern front at the Battle of Callinicum in AD 531. Here is his eyewitness account of the battle. At the opening of spring a Persian army under the leadership of Azarethes invaded the Roman territory. They were fifteen thousand strong, all horsemen. With them was Alamoundaras, son of Saccice, with a very large body of Saracens. But this invasion was not made by the Persians in the customary manner; for they did not invade Mesopotamia, as formerly, but the country called Commagene of old, but now Euphratesia, a point from which, as far as we know, the Persians never before conducted a campaign against the Romans. . . . . This man's suggestion at that time therefore pleased Cabades, and he chose out fifteen thousand men, putting in command of them Azarethes, a Persian, who was an exceptionally able warrior, and he bade Alamoundaras lead the expedition. So they crossed the River Euphrates in Assyria, and, after passing over some uninhabited country, they suddenly and unexpectedly threw their forces into the land of the so-called Commagenae. This was the first invasion made by the Persians from this point into Roman soil, as far as we know from tradition or by any other means, and it paralyzed all the Romans with fear by its unexpectedness. 6th Century Eastern Roman reenactor And when this news came to the knowledge of Belisarius, at first he was at a loss, but afterwards he decided to go to the rescue with all speed. So he established a sufficient garrison in each city in order that Cabades with another hostile army might not come there and find the towns of Mesopotamia utterly unguarded, and himself with the rest of the army went to meet the invasion; and crossing the River Euphrates they moved forward in great haste. Now the Roman army amounted to about twenty thousand foot and horse, and among them not less than two thousand were Isaurians. The commanders of cavalry were all the same ones who had previously fought the battle at Daras with Mirranes and the Persians, while the infantry were commanded by one of the body-guards of the Emperor Justinian, Peter by name. The Isaurians, however, were under the command of Longinus and Stephanacius. Arethas also came there to join them with the Saracen army. When they reached the city of Chalcis, they encamped and remained there, since they learned that the enemy were in a place called Gabboulon, one hundred and ten stades away from Chalcis. When this became known to Alamoundaras and Azarethes, they were terrified at the danger, and no longer continued their advance, but decided to retire homeward instantly. Accordingly they began to march back, with the River Euphrates on the left, while the Roman army was following in the rear. And in the spot where the Persians bivouacked each night the Romans always tarried on the following night. For Belisarius purposely refused to allow the army to make any longer march because he did not wish to come to an engagement with the enemy, but he considered that it was sufficient for them that the Persians and Alamoundaras, after invading the land of the Romans, should retire from it in such a fashion, betaking themselves to their own land without accomplishing anything. And because of this all secretly mocked him, both officers and soldiers, but not a man reproached him to his face. Finally the Persians made their bivouac on the bank of the Euphrates just opposite the city of Callinicus. From there they were about to march through a country absolutely uninhabited by man, and thus to quit the land of the Romans; for they purposed no longer to proceed as before, keeping to the bank of the river. The Romans had passed the night in the city of Sura, and, removing from there, they came upon the enemy just in the act of preparing for the departure. Now the feast of Easter was near and would take place on the following day; this feast is reverenced by the Christians above all others, and on the day before it they are accustomed to refrain from food and drink not only throughout the day, but for a large part of the night also they continue the fast. Then, therefore, Belisarius, seeing that all his men were passionately eager to go against the enemy, wished to persuade them to give up this idea (for this course had been counselled by Hermogenes also, who had come recently on an embassy from the emperor); he accordingly called together all who were present and spoke as follows: Byzantine Armor Manufactured by Dimitrios Dumbarton Oaks Research Library and Collection. "O Romans, whither are you rushing? and what has happened to you that you are purposing to choose for yourselves a danger which is not necessary? Men believe that there is only one victory which is unalloyed, namely to suffer no harm at the hands of the enemy, and this very thing has been given us in the present instance by fortune and by the fear of us that overpowers our foes. Therefore it is better to enjoy the benefit of our present blessings than to seek them when they have passed. For the Persians, led on by many hopes, undertook an expedition against the Romans, and now, with everything lost, they have beaten a hasty retreat. So that if we compel them against their will to abandon their purpose of withdrawing and to come to battle with us, we shall win no advantage whatsoever if we are victorious,—for why should one rout a fugitive?—while if we are unfortunate, as may happen, we shall both be deprived of the victory which we now have, not robbed of it by the enemy, but flinging it away ourselves, and also we shall abandon the land of the emperor to lie open hereafter to the attacks of the enemy without defenders. Moreover this also is worth your consideration, that God is always accustomed to succour men in dangers which are necessary, not in those which they choose for themselves. And apart from this it will come about that those who have nowhere to turn will play the part of brave men even against their will, while the obstacles which are to be met by us in entering the engagement are many; for a large number of you have come on foot and all of us are fasting. I refrain from mentioning that some even now have not arrived." So spoke Belisarius. But the army began to insult him, not in silence nor with any concealment, but they came shouting into his presence, and called him weak and a destroyer of their zeal; and even some of the officers joined with the soldiers in this offence, thus displaying the extent of their daring. And Belisarius, in astonishment at their shamelessness, changed his exhortation and now seemed to be urging them on against the enemy and drawing them up for battle, saying that he had not known before their eagerness to fight, but that now he was of good courage and would go against the enemy with a better hope. He then formed the phalanx with a single front, disposing his men as follows: on the left wing by the river he stationed all the infantry, while on the right where the ground rose sharply he placed Arethas and all his Saracens; he himself with the cavalry took his position in the centre. Thus the Romans arrayed themselves. And when Azarethes saw the enemy gathering in battle line, he exhorted his men with the following words: "Persians as you are, no one would deny that you would not give up your valour in exchange for life, if a choice of the two should be offered. But I say that not even if you should wish, is it within your power to make the choice between the two. For as for men who have the opportunity to escape from danger and live in dishonour it is not at all unnatural that they should, if they wish, choose what is most pleasant instead of what is best; but for men who are bound to die, either gloriously at the hands of the enemy or shamefully led to punishment by your Master, it is extreme folly not to choose what is better instead of what is most shameful. Now, therefore, when things stand thus, I consider that it befits you all to bear in mind not only the enemy but also your own Lord and so enter this battle." After Azarethes also had uttered these words of exhortation, he stationed the phalanx opposite his opponents, assigning the Persians the right wing and the Saracens the left. Straightway both sides began the fight, and the battle was exceedingly fierce. For the arrows, shot from either side in very great numbers, caused great loss of life in both armies, while some placed themselves in the interval between the armies and made a display of valorous deeds against each other, and especially among the Persians they were falling by the arrows in great numbers. Vandoforos (Ensign) Klivanarios horseman of the time of Justinian (6th century AD.) The horseman depicted represents one of the elite units of the early Byzantine army. Bring complex defensive armor of metal plates that protect the ends, scaly lorikio and chained chest. Bring style helmet with chain spagenhelm hood and uses a small round shield painted over with religious representations. The elite cavalry of the time were trained to fight with all types Mêlée and ranged weapons like the Persians counterparts. For while their missiles were incomparably more frequent, since the Persians are almost all bowmen and they learn to make their shots much more rapidly than any other men, still the bows which sent the arrows were weak and not very tightly strung, so that their missiles, hitting a corselet, perhaps, or helmet or shield of a Roman warrior, were broken off and had no power to hurt the man who was hit. The Roman bowmen are always slower indeed, but inasmuch as their bows are extremely stiff and very tightly strung, and one might add that they are handled by stronger men, they easily slay much greater numbers of those they hit than do the Persians, for no armour proves an obstacle to the force of their arrows. Now already two-thirds of the day had passed, and the battle was still even. Then by mutual agreement all the best of the Persian army advanced to attack the Roman right wing, where Arethas and the Saracens had been stationed. But they broke their formation and moved apart, so that they got the reputation of having betrayed the Romans to the Persians. For without awaiting the oncoming enemy they all straightway beat a hasty retreat. So the Persians in this way broke through the enemy's line and immediately got in the rear of the Roman cavalry. Thus the Romans, who were already exhausted both by the march and the labour of the battle,—and besides this they were all fasting so far on in the day,—now that they were assailed by the enemy on both sides, held out no longer, but the most of them in full flight made their way to the islands in the river which were close by, while some also remained there and performed deeds both amazing and remarkable against the enemy. Among these was Ascan who, after killing many of the notables among the Persians, was gradually hacked to pieces and finally fell, leaving to the enemy abundant reason to remember him. And with him eight hundred others perished after shewing themselves brave men in this struggle, and almost all the Isaurians fell with their leaders, without even daring to lift their weapons against the enemy. For they were thoroughly inexperienced in this business, since they had recently left off farming and entered into the perils of warfare, which before that time were unknown to them. And yet just before these very men had been most furious of all for battle because of their ignorance of warfare, and were then reproaching Belisarius with cowardice. They were not in fact all Isaurians but the majority of them were Lycaones. Persian Cavalry Belisarius with some few men remained there, and as long as he saw Ascan and his men holding out, he also in company with those who were with him held back the enemy; but when some of Ascan's troops had fallen, and the others had turned to flee wherever they could, then at length he too fled with his men and came to the phalanx of infantry, who with Peter were still fighting, although not many in number now, since the most of them too had fled. There he himself gave up his horse and commanded all his men to do the same thing and on foot with the others to fight off the oncoming enemy. And those of the Persians who were following the fugitives, after pursuing for only a short distance, straightway returned and rushed upon the infantry and Belisarius with all the others. Then the Romans turned their backs to the river so that no movement to surround them might be executed by the enemy, and as best they could under the circumstances were defending themselves against their assailants. And again the battle became fierce, although the two sides were not evenly matched in strength; for foot-soldiers, and a very few of them, were fighting against the whole Persian cavalry. Nevertheless the enemy were not able either to rout them or in any other way to overpower them. For standing shoulder to shoulder they kept themselves constantly massed in a small space, and they formed with their shields a rigid, unyielding barricade, so that they shot at the Persians more conveniently than they were shot at by them. Many a time after giving up, the Persians would advance against them determined to break up and destroy their line, but they always retired again from the assault unsuccessful. For their horses, annoyed by the clashing of the shields, reared up and made confusion for themselves and their riders. Thus both sides continued the struggle until it had become late in the day. And when night had already come on, the Persians withdrew to their camp, and Belisarius accompanied by some few men found a freight-boat and crossed over to the island in the river, while the other Romans reached the same place by swimming. On the following day many freight-boats were brought to the Romans from the city of Callinicus and they were conveyed thither in them, and the Persians, after despoiling the dead, all departed homeward. However they did not find their own dead less numerous than the enemy's. When Azarethes reached Persia with his army, although he had prospered in the battle, he found Cabades exceedingly ungrateful, for the following reason. It is a custom among the Persians that, when they are about to march against any of their foes, the king sits on the royal throne, and many baskets are set there before him; and the general also is present who is expected to lead the army against the enemy; then the army passes along before the king, one man at a time, and each of them throws one weapon into the baskets; after this they are sealed with the king's seal and preserved; and when this army returns to Persia, each one of the soldiers takes one weapon out of the baskets. A count is then made by those whose office it is to do so of all the weapons which have not been taken by the men, and they report to the king the number of the soldiers who have not returned, and in this way it becomes evident how many have perished in the war. Thus the law has stood from of old among the Persians. Now when Azarethes came into the presence of the king, Cabades enquired of him whether he came back with any Roman fortress won over to their side, for he had marched forth with Alamoundaras against the Romans, with the purpose of subduing Antioch. And Azarethes said that he had captured no fortress, but that he had conquered the Romans and Belisarius in battle. So Cabades bade the army of Azarethes pass by, and from the baskets each man took out a weapon just as was customary. But since many weapons were left, Cabades rebuked Azarethes for the victory and thereafter ranked him among the most unworthy. So the victory had this conclusion for Azarethes. Byzantine Cataphract (Iberian War) (Radpour.com) (Gutenberg.org - Procopius) (Battle of Callinicum) (Burnpit.legion.org) (eclass31.weebly.com)
Sağlıklı bir yaşam için fitness, vücut geliştirme, beslenme diyet ve koşu, yürüyüş ve kamp gibi kategorilerin olduğu sporcu platformu